Η «Λεσχη Γονεοκτονων» του Ambrose Bierce

Η «Λέσχη Γονεοκτόνων», η αμφιλεγόμενη και καυστική συλλογή διηγημάτων του Ambrose Bierce (1842-1913;) παρουσιάζεται δραματοποιημένη για πρώτη φορά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, σε συνεργασία με το Σπίτι της Κύπρου, για τρεις μόνο παραστάσεις, σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Ανδρέου.

Είναι η πρώτη metal μουσική θεατρική παράσταση στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Οι Okwaho, ζωντανά επί σκηνής, επενδύουν το αλλόκοτα υπέροχο κείμενο με doom sludge metal μουσική σε πρωτότυπη σύνθεση.

Ο “Bitter Bierce” ανεβαίνει στη σκηνή

O πικρός Bierce. Έτσι αποκαλούσαν τον Ambrose Bierce, πρωτοπόρο του horror fiction και του αμερικανικού weird, ο οποίος έμεινε στη λογοτεχνική ιστορία ως ένας από τους πατεράδες του ψυχολογικού θρίλερ. Γράφει ιστορίες βίαιης σάτιρας σε μια πρόζα ξηρή και με μεγάλες δόσεις μαύρου χιούμορ. Το Nothing matters του ταιριάζει γάντι.

Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» είναι μια σπονδυλωτή ανατομία της βίας και του ατέρμονου  κύκλου της, της κοινωνικής σήψης και της υποκρισίας που σοκάρει, διχάζει και προβληματίζει.  Μια παράσταση βιτριολικού χιούμορ για τη Βία και τη Βλακεία, αναλύοντας μέσα από την εξόχως εφιαλτική ιστορία, την κυοφορία, τη γένεση, το πάθος και το ξέσπασμα της βίας, καθώς μετουσιώνεται σε εξουσία. Υπερβαίνοντας το σοκ της βίας και της μωρίας, το έργο φέρει ένα δυνατό πολιτικό σχόλιο για την άνοδο και την καλλιέργεια ακραίων θέσεων και δυνάμεων.

Αποτελείται από τέσσερις ιστορίες, μέσα από τις οποίες οι πρωταγωνιστές αφηγούνται με ωμότητα, παγερή ειρωνεία, και αυτοκυριαρχία, πώς σκότωσαν γονείς και λοιπούς συγγενείς, κάτω από συνθήκες ιδιαζόντως ειδεχθείς.

 Η Γεωργία Ανδρέου επιδιώκει να ενορχηστρώσει τον κυνισμό. Να βυθιστεί, μαζί με τους αντι-ήρωες στο υποσυνείδητο του καθενός και να ερευνήσει όχι γιατί ο Bierce έγραψε ένα τέτοιο έργο, αλλά με ποιο τρόπο οι άνθρωποι εξακολουθούμε να συνδεόμαστε με αυτό

Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» είναι μια κραυγή αφύπνισης γιατί αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας δεν είναι παρά το αποτέλεσμα αυτού που έχει ήδη καλλιεργηθεί, αυτού που η κοινωνία έχει επιτρέψει να δημιουργηθεί.

Οι σκοτεινές μελωδίες και οι οργισμένες νότες των Okwaho φωτίζουν τον ψυχισμό των ηρώων, πλαισιώνουν τη δράση και συμπαρασύρουν τους θεατές σε ένα ασφυκτικό κλοιό.

Η παράσταση αποτελεί το πρώτο μέρος της Τριλογίας για τη Βία και τη Βλακεία.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Μετάφραση | Δραματουργία |Σκηνοθεσία: Γεωργία Ανδρέου

Πρωτότυπη μουσική – ζωντανά στη σκηνή: Okwaho

Εικαστική επιμέλεια | Κοστούμια: Βασίλης Μπαρμπαρίγος

Επιμέλεια ήχου | Sound design: Χρήστος Παναγούλιας

Επιμέλεια κίνησης: Ζέφη Μπαρτζώκα

Σχεδιασμός μακιγιάζ: Σίσσυ Πετροπούλου

Σχεδιασμός φωτισμού: Παναγιώτης Λαμπής

Video – Graphic design: Τηλέμαχος Βαρσαμάς

Βοηθοί σκηνοθέτη: Ελίνα Φιλοπούλου, Γιάννης Παπαϊωάννου

Ηθοποιοί (με σειρά εμφάνισης): Δημήτρης Μανδρινός, Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος, Σπυρίδων Ξένος, Μαρβίνα Πιτυχούτη

Πληροφορίες

Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206, (ύψος Χαμοστέρνας), Ταύρος, Τ.Κ. 177 78, Τηλ. 210 3418550 & 210 3418579

Facebook: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης – Michael Cacoyannis Foundation

Twitter: @MCF_MCacoyannis

Instagram: @mcf.gr | Hashtag: #MCF

Youtube: MCacoyannisF

Ημέρες παραστάσεων: 21 & 28/2, 7/3 2019 στο Θέατρο του ΙΜΚ στις 21:00

Διάρκεια παράστασης: 69 λεπτά χωρίς σταματημό !

Η παράσταση είναι ακατάλληλη για νέους κάτω των 17 ετών.

Avopolis

Γεωργία Ανδρέου: Θέλησα να «ενορχηστρώσω» ένα σκοτεινό, παραβολικό, ξέφρενο τραγούδι για την άγρια περιπέτεια της ενηλικίωσης…

Δημοσίευση : Τετάρτη, 06 Μαρτίου 2019 00:10  Κείμενο: Χάρης Συμβουλίδης  

Αινιγματικό το τέλος του Ambrose Bierce και αμφιλεγόμενα τα γραπτά του, δεν έπαψαν όμως ποτέ να εμπνέουν όσους θέλουν να καυτηριάσουν την κοινωνική σήψη. Καθώς η Λέσχη Γονεοκτόνων θα παιχτεί για ένα ακόμα βράδυ (Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πέμπτη 7 Μαρτίου), η σκηνοθέτιδά της είχε πολλά ενδιαφέροντα να μας πει, αρχής γενομένης από το πώς αποφάσισε να συνδυάσει θεατρική παράσταση με ζωντανή metal μουσική

φωτογραφίες: Γιώργος Χριστόπουλος (1,5,6,7), Χρήστος Λεμονής (3)

Εκπλήσσει, σε πρώτη ματιά, η επιλογή να ανέβει η Λέσχη Γονεοκτόνωντου Ambrose Bierce ως μια …metal θεατρική παράσταση! Τι σας οδήγησε σε μια τέτοια επιλογή;

Οι λέξεις που πνίγονται μέσα μου όλον αυτόν τον καιρό για τα όσα συμβαίνουν γύρω μου –για την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική κατάσταση στη χώρα μου, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ζούμε σε επικίνδυνες εποχές, σκοτεινές και δύσκολες. Με τη δύναμη και την οργή της πένας του Bierce θέλησα να εκφράσω την προσωπική αγωνία για το ζοφερό παρόν και το δυστοπικό μέλλον που φαίνεται να διαγράφεται μπροστά μας. Κυρίως όμως να ουρλιάξω μαζί με όλα τα μέλη της «Λέσχης» μια κραυγή αφύπνισης για την αναζήτηση της ουσίας· τόσο της ανθρώπινης ζωής, όσο και των ηθικών και κοινωνικών αξιών.

Και ο καλύτερος τρόπος να επενδυθεί μια τέτοια κραυγή, έκρινα πως ήταν η metal μουσική: το παρεξηγημένο και αιρετικό αυτό είδος σκληροτράχηλης μουσικής, ακραίο σε ένταση και δονήσεις. Η metal μουσική, με τον άγριο και ατίθασο ήχο της, τον βίαιο και έντονο ρυθμό, την τρυφερή ευαισθησία καλά κρυμμένη πίσω από τα οργισμένα ξεσπάσματα, την έντονη παραμόρφωση, τις σκοτεινές και άλλοτε αιχμηρές σαν ατσάλι μελωδίες, το πάθος και τις κυκλοθυμικές εναλλαγές της, την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα της, μπορεί να δημιουργήσει ένα ηχητικό παράθυρο στην ψυχή, τις σκέψεις και τα συναισθήματα· να εκτονώσει την επιθετικότητα, να κατευνάσει την ερεθισμένη σκέψη και να συνδράμει στην αποφόρτιση των αρνητικών συναισθημάτων. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει καταλληλότερη μουσική να εκφράσει τον θυμό, την αγανάκτηση, την απόγνωση και την κραυγή απελπισίας απέναντι στον παραλογισμό, την ωμότητα και τη βία της εποχής μας.

53yLsGn_2.jpg

Ποια είναι η δική σας σχέση με τον πολυσχιδή κόσμο του χέβι μέταλ; Να ρωτήσουμε για πιθανόν αγαπημένους δίσκους; 

Το metal, είτε το αγαπήσεις, είτε το μισήσεις, σίγουρα δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Εγώ το λάτρεψα ύστερα από τη γνωριμία μου με τα μέλη της μπάντας των Okwaho –και το γνώρισα εις βάθος μέσα από τα εμπεριστατωμένα μαθήματα και τις υποδείξεις του Χρήστου Παναγούλια, sound designer της παράστασης. Αυτή την εποχή ακούω φυσικά Okwaho και επιμένω να υποστηρίζω τη γηγενή metal σκηνή (Rotting Christ, Universe 217, 1000mods, Nightstalker, Septicflesh κ.ά.). Επίσης έχω μαζί μου τις μουσικές από αντιπροσωπευτικές μπάντες που ξεχώρισα κατά την έρευνα για το μουσικό ύφος της παράστασης, εμμένοντας στους Neurosis, Cult Οf Luna και Isis.

53yLsGn_3.jpg

Γιατί θεωρήσατε σημαντικό να υπάρχει live μουσική συνοδεία στην παράσταση; Και με ποιο κριτήριο επιλέχθηκαν οι Okwaho για τον ρόλο αυτόν;

Όσο και όταν μπορώ, έχω live μουσική στις παραστάσεις που σκηνοθετώ. Το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός και το παραγόμενο θέαμα είναι για μένα μια στιγμή μοναδική, πεπερασμένη και ως εκ τούτου πάντα διαφορετική. Εντάσσοντας οργανικά τη μουσική στο σύνολο του έργου, με τους μουσικούς πάνω στη σκηνή, θεωρώ ότι το αποτέλεσμα είναι πολύ πιο άμεσο, δυνατό, …ζωντανό. Υπόκειται σε μετασχηματισμούς και αλλαγές, ανανεώνεται, επαναπροσδιορίζεται. Οι κραδασμοί, η ένταση, τα κύματα, η ενέργεια που δημιουργούνται κατά την παραγωγή μουσικών συχνοτήτων live στη σκηνή, καθιστούν την παράσταση ένα θέαμα ανεπανάληπτο, διαφοροποιημένο, καινούριο κάθε φορά. 

Στο συγκεκριμένο έργο, άλλωστε, είναι τέτοια η δύναμη και η επίδραση της μουσικής, ώστε πιστεύω ότι θα έχανε πολύ από την αυθεντικότητα, την εκρηκτικότητα και τη θεατρικότητά της αν δεν ήταν live. Θέλησα να «ενορχηστρώσω» την παράσταση ως ένα σκοτεινό, παραβολικό, ξέφρενο τραγούδι για την άγρια περιπέτεια της ενηλικίωσης –ατομικής και κοινωνικής· ως μια εγκάρσια τομή στην ανθρώπινη ψυχή και στην κοινωνική παθογένεια. Η ιδέα ήταν μια αλληγορική αναπαράσταση της βίας και της νοσηρότητας που συναντάμε στην καθημερινότητά μας, παροτρύνοντας για ανάληψη ευθύνης και προσωπικής θέσης.

Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης για την καταλληλότερη μουσική ήρθα σε επαφή με αρκετές εγχώριες metal μπάντες. Η γνωριμία μου με τους Okwaho υπήρξε καταλυτική. Καταρχάς η πολιτικοκοινωνική θέση και το προσωπικό ύφος της μπάντας ταιριάζει απόλυτα με την ατμόσφαιρα που ήθελα να δημιουργήσω για το έργο. Για την παράσταση συνέθεσαν πρωτότυπη μουσική, η οποία συνοδεύει τους μονολόγους για 69 λεπτά χωρίς σταματημό, απουσία στίχων: επενδύει κυριολεκτικά κάθε λέξη του Bierce. Η doom sludge μουσική των Okwaho –αργόσυρτη, ογκώδης, σκληρή, γεμάτη σκοτεινές νότες, χαμηλοκουρδισμένα όργανα, βαριά τύμπανα– παράγει έναν ήχο σαν να προέρχεται από τα έγκατα της γης ή μια μηχανή εργοστασίου ή από τις ερπύστριες ενός τανκ, χωρίς ωστόσο να χάνει τη μελωδικότητα και τη μουσικότητά της. Θυμίζει άλλοτε την κραυγή του ανθρώπου τη στιγμή της πτώσης του και άλλοτε τη φρενίτιδα του μανιασμένου πλήθους ή το αργόσυρτο κλάμα ενός μοναχικού λύκου. Βέβαια, ο ήχος των Okwaho, για τις ανάγκες της παράστασης «μετακινήθηκε» προς το post-metal, χωρίς ωστόσο να αλλοιώσουν το προσωπικό τους ύφος. 

Η προσωπικότητα έπειτα των μελών του συγκροτήματος –άτομα καλλιεργημένα, με αγάπη για τη μουσική και με ουσιαστική παιδεία, ήθος, ευγένεια, πολιτική θέση και κριτική ματιά στις κάθε λογής εξουσίες– είναι στοιχεία που δεν τα προσπερνάς. Ο Αντρέας, ο ντράμερ της καρδιάς μας, υπήρξε εκτός από εξαιρετικός συνεργάτης και αληθινός φίλος και υποστηρικτής της όλης προσπάθειας: ένας άνθρωπος να στηριχτείς πάνω του. Ο Γιώργος, ο κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης των Okwaho,  πλάσμα ταλαντούχο και γεμάτο όρεξη για δουλειά, με εντυπωσίασε με τον επαγγελματισμό, την ευγένεια και τον πλούτο των συνθέσεών του. Ο Βασίλης στο μπάσο, με το χαμόγελο και τη σταθερότητά του, έδινε τη σωστή ατάκα την κατάλληλη στιγμή. Οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτά τα αγόρια, γιατί χωρίς εκείνους το εγχείρημα, ειλικρινά, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.

53yLsGn_4.jpg

Τι μπορεί να μας συνδέει στο 2019 με τον Ambrose Bierce και το έργο του, με δεδομένο ότι πέθανε –αν όντως πέθανε– το 1913, πριν καν δει δηλαδή τον 20ό αιώνα, στον οποίον έμπασε τη Δύση η εμπειρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου;

Ο θάνατος του Bierce παραμένει μυστήριο και θεωρώ ότι είναι η τελευταία φάρσα του «πικρόχολου» σχολιαστή προς την ανθρωπότητα. Τα ίχνη του χάθηκαν κάπου στο  Μεξικό, στην πορεία του για να ενωθεί με τον στρατό του Πάντσο Βίγια και κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε. Εξαφανίστηκε το ίδιο αλλόκοτα όπως έζησε. Και έζησε σε μια περίοδο «μετατόπισης αξιών», ηθικού χάους και βαναυσότητας, εξαιτίας των ραγδαίων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών. Ο πόλεμος, η υποκρισία, η διαφθορά, η ανηθικότητα, η εξουσία, τα σκάνδαλα, το ψεύδος, ο τυχοδιωκτισμός, ήταν στο στόχαστρο της κριτικής του και συνδέουν την εποχή του με την ιστορία του ανθρώπου όλων των εποχών. Πάντα επίκαιρο το έργο του, καταδεικνύει πως ο κύκλος της βίας είναι φαινόμενο διαχρονικό και συνοδό της κοινωνικής σήψης και της αλλοτρίωσης.

Όπως όλα τα ρηξικέλευθα και διορατικά μυαλά, ο Bierce είχε την ικανότητα να διαισθάνεται και να προβλέπει τις μελλοντικές συνέπειες των πράξεων και των επιλογών μας στο παρόν. Δημοσιογράφος άλλωστε, και ένας από τους πρωτοπόρους του ρεπορτάζ, είχε στην άκρη της πένας του ένα κεντρί ποτισμένο από ό,τι κακό και ακόμα χειρότερο μπορούσε να γεννήσει ο άνθρωπος. Με τον πιο εκκωφαντικό και βάναυσο τρόπο, περιγράφει λοιπόν τα μεγάλα πάθη: την απληστία, τη φαυλότητα, την ηθική αποχαύνωση, την πνευματική τελμάτωση, την εχθρότητα, την αποσάθρωση, την ύβρη της εξουσίας, την προσωπική πορεία προς τον θάνατο και τελικά την ίδια την ανθρώπινη φύση. Οι ήρωές του καταγγέλλουν με ωμότητα πώς οι ανθρώπινες συνειδήσεις διαφθείρονται από τις κακές κοινωνικές συνθήκες και το συγχυτικό περιβάλλον, θέτοντας το ερώτημα «ποιος κάνει την αρχή;». Αλλά και τι διαφθείρεται τελικά πρώτα, η ατομική ή η συλλογική συνείδηση;

Σήμερα που η συζήτηση για τη βία και τη διαφθορά βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου και ιδιωτικού λόγου, η «Λέσχη Γονεοκτόνων» μοιάζει να αποτυπώνει με κυνικότητα ένα στιγμιότυπο της σύγχρονης πραγματικότητας. Αισθάνομαι ότι οι ζοφερές εικόνες από τα κείμενα του Bierce ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου, σε ένα τοπίο αποσταθεροποιημένο, δυστοπικό, ρημαγμένο. Ακραίες πολιτικές τάσεις, επικίνδυνες ρητορικές, ασύδοτη εγκληματικότητα, υπέρμετρες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, πολιτικά σκάνδαλα, εγκλήματα μίσους, πάθους, πολέμου, θρησκείας, διαφορετικότητας, ιδεολογίας, κάθε λογής θηριωδίες. Υπερβαίνοντας το σοκ της βίας και της μωρίας, το έργο φέρει ένα δυνατό πολιτικό σχόλιο για την άνοδο και την καλλιέργεια ακραίων θέσεων και δυνάμεων. Αν σκεφτεί κανείς ότι το κείμενο γράφτηκε το β’ μισό του 19ου αιώνα, είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα με τη σύγχρονη πραγματικότητα.

53yLsGn_5.jpg

Υπάρχουν κι άλλα έργα του Bierce που τα θεωρείτε επίκαιρα;

Ο Bierce έχει πλούσια και μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα. Το προσωπικό του ιδίωμα παραμένει πάντα το ίδιο, σε όλα του τα έργα, βαθιά επηρεασμένο από την απογοήτευση του συγγραφέα από τη νοθεία και τη βιαιότητα της εποχής που ακολούθησε τον Αμερικάνικο Εμφύλιο και την κοινωνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα. Το έγκλημα και η διαφθορά στον επιχειρηματικό κόσμο και την πολιτική σκηνή, η ανέχεια και η φτώχεια της πλειονότητας των πολιτών, η αίσθηση ότι οι άνθρωποι είναι εγωκεντρικά πλάσματα που κινητοποιούνται από τα προσωπικά τους συμφέροντα, αλλά και ο προσωπικός φόβος του θανάτου (ως απότοκο του μετατραυματικού συνδρόμου από το οποίο υπέφερε), είναι βασικοί άξονες του έργου του. Πίσω από το ακραίο χιούμορ του και την ακρότητα των περιγραφών του (στα όρια της παρωδίας), οι ιστορίες του φανερώνουν την αγωνία του να στηλιτεύσει τον εκφυλισμό, την κοινωνική σήψη, την υποκρισία, τη βαρβαρότητα, τη χυδαιότητα, την αλαζονεία και την κάθε λογής εξουσία. Υπό αυτή την έννοια ολόκληρο το έργο του Bierce είναι διαχρονικά επίκαιρο –όσο και τα πάθη και οι εμμονές της ανθρώπινης φύσης. 

Η Λέσχη Γονεοκτόνων είναι για σας πρώτο μέρος μιας τριλογίας, για τη Βία και τη Βλακεία. Θέλετε να μας πείτε περισσότερα λόγια για το σκεπτικό σας; Έχετε επιλέξει ήδη τα δύο επόμενα «μέρη»;

Επηρεασμένη από τη σύγχρονη προβληματική του τοπικού και παγκόσμιου γίγνεσθαι, ένιωσα την ανάγκη να εκφραστώ για την έκπτωτη κοινωνική, ηθική και πνευματική πραγματικότητα, τη σύγχρονη βία σε όλο τον κόσμο, τη σκληρότητα και την ανηθικότητα, τη νέα τάξη πραγμάτων που απλώνεται σαν έρημος μπροστά μας. Ο πιο ουσιαστικός τρόπος έκφρασης για μένα, είναι μέσω της τέχνης. 

Έτσι μου ήρθε στον νου η ιδέα μιας τριλογίας για τη Βία και τη Βλακεία.  Χρειάζεται πολύ γερή δόση βλακείας για να επιλέγει κανείς τη βία, ένα τόσο δυσλειτουργικό και αυτοκαταστροφικό τρόπο σύνδεσης και επικοινωνίας. Απορώ ειλικρινά, πώς μπορούμε να επιβάλλουμε στους συνανθρώπους μας τόση και τέτοια βία. Αλίμονο, αν ξοδεύτηκαν τόσα εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης για να αποτελέσουμε εμείς οι άνθρωποι την κορωνίδα της δημιουργίας, μόνο και μόνο για να αυτοαφανισθούμε. Είναι δυνατόν να είναι αυτό το επιστέγασμα της δημιουργίας; 

Η «Λέσχη Γονεοκτόνων», το πρώτο μέρος της τριλογίας, είναι λοιπόν μια καυστική αλληγορία για τα δεινά μιας κοινωνίας βουτηγμένης στη βία, στην οποία ο καθένας –δρώντας είτε ατομικά, είτε συλλογικά, με το προσωπείο της εξουσίας– είναι ικανός για το κακό και το χειρότερο. Η ιδέα ήταν μια παραβολική αναπαράσταση της βίας και της νοσηρότητας στην οποία ο καθένας από εμάς είναι εθισμένος στην καθημερινότητά του, παροτρύνοντάς μας για ανάληψη ευθύνης και προσωπικής θέσης.

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας είναι ο «Ο Λαός των Μουνούχων» του Κώστα Βάρναλη, ένα έργο που στην εποχή του κατακρίθηκε ανενδοίαστα όσο κανένα άλλο, ώσπου να το αποκηρύξει και ο ίδιος και να περάσει στην αφάνεια. Θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου ως ένα προφητικό, σκοτεινό, μουσικό θρίλερ. Ένα κοσμογονικό παραμύθι για την ανθρώπινη ιστορία από καταβολής κόσμου. Το τρίτο μέρος θα ανακοινωθεί σύντομα.

53yLsGn_6.jpg

Γιατί όμως βλέπουμε να ανθεί τόσο η Βία και Βλακεία σε μια εποχή που παραμένει προηγμένη με διάφορους τρόπους; Τις καλλιεργούσαμε όλα αυτά τα χρόνια και απλά έφτασε ο καιρός να τις λουστούμε; Είναι τα πράγματα στην Ελλάδα χειρότερα απ’ ό,τι αλλού ή λίγο-πολύ όλος ο πλανήτης βράζει πια στο ίδιο καζάνι; 

Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο, σε μία από αυτές τις καμπές της ιστορίας που σηματοδοτούν το τέλος μιας εποχής και το ξεκίνημα ενός νέου κόσμου. Και, όπως όλες οι μεταβατικές περίοδοι, χαρακτηρίζεται από δυσκολία, νοσηρότητα και αγριότητα. Θεωρώ ότι διανύουμε έναν σύγχρονο μεσαίωνα, μια περίοδο βαρβαρότητας, σκοταδισμού και ανακατατάξεων, όπως συμβαίνει άλλωστε πάντα σε ανάλογες περιόδους στην ιστορία και πορεία αυτού του είδους του Homo, στο οποίο ανήκουμε. Σίγουρα η κατάσταση στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι έκρυθμη, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να διαφοροποιεί τη χώρα μας από τις υπόλοιπες κοινωνίες, τουλάχιστον του Δυτικού κόσμου.

Παντού και πάντα, μέσα σε τέτοιες συνεχείς ανακατατάξεις, η ηθική πτώση είναι συνοδή της αποσταθεροποίησης των συνεκτικών δομών της κοινωνίας και ακολουθεί τους κλυδωνισμούς της παραπαίουσας οικονομίας. Σε ένα πλαίσιο σαν κι αυτό, καλλιεργείται ένα τοπίο παντελούς έλλειψης σεβασμού προς την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και την ίδια τη ζωή. Κυριαρχούν η σπανιότητα των στέρεων και ασφαλών συναισθηματικών δεσμών, η έκπτωση των αξιών, η απουσία πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας, δημιουργώντας έναν κενό χώρο. Σε αυτόν επιτρέπουμε και παρακολουθούμε τη βιαιότητα να γεννάται και να καλλιεργείται «υπόγεια», μέσα από ατομικές και συλλογικές επιλογές· και ταυτόχρονα να επιβάλλεται, να νομιμοποιείται και να συντηρείται «επίγεια», σε μια αμφίδρομη σχέση. Αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας δεν είναι παρά το αποτέλεσμα εκείνου που έχει ήδη καλλιεργηθεί, αυτού που εμείς έχουμε επιτρέψει να δημιουργηθεί. Οι ίδιες οι κοινωνίες κυοφορούν και γεννούν τέτοιου είδους πρακτικές, και οι ανθρώπινες επιλογές και δράσεις διαμορφώνουν την εποχή τους. Η δύναμη της συνειδητοποίησης αυτής μας αφυπνίζει, υπενθυμίζοντάς μας ότι πάντοτε έχουμε και άλλη επιλογή.

53yLsGn_7.jpg

Τι κάνει τη Λέσχη Γονεοκτόνων ακατάλληλη για άτομα κάτω των 17, σε μια εποχή που το ίντερνετ έχει μάλλον σαρώσει τις έννοιες που έχουμε για το «ακατάλληλο», σε συνάρτηση με την εφηβεία; 

Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι περισσότερο η θέση μου ως καλλιτέχνη στα πράγματα. Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» δεν είναι ακατάλληλη επί της ουσίας. Δεν υπάρχει δηλαδή τίποτε το βίαιο, άσεμνο, άηθες ή προσβλητικό στην παράσταση, ούτε μία σκηνή ωμότητας ή βωμολοχίας. Η κάθε λεπτομέρεια έχει φροντιστεί με μεγάλη επιμέλεια και σεβασμό ως προς το αισθητικό και επικοινωνιακό αποτέλεσμα. Πιστεύω, όμως, ότι η τέχνη ως κοινωνός μηνυμάτων οφείλει να προστατεύει τις νέες ψυχές από τη σκληρότητα, τη βιαιότητα και τον εκφυλισμό. Υπάρχει αρκετή ασχήμια εκεί έξω στον κόσμο μας, ας προστατέψουμε τα παιδιά και τους νέους από αυτή. Υπάρχει και ένας άλλος, φωτεινός και αισιόδοξος κόσμος –ας μιλάμε για εκείνον στο νεότερα μέλη της κοινωνίας μας. Αυτή είναι η θέση μου και αυτή επιλέγω να υπηρετώ μέσα από την τέχνη.

Σπουδάσαμε στο ίδιο Πανεπιστήμιο, βλέπω στο βιογραφικό σας –και έχετε και εσείς κάπου στις ιδιότητές σας το «αρχαιολόγος». Εξασκήσατε ποτέ το επάγγελμα; Σας βοήθησε κάπως με ό,τι τελικά καταπιαστήκατε;

Η Αρχαιολογία υπήρξε η πρώτη μου και παντοτινή αγάπη, σε συνδυασμό με την Τέχνη ευρύτερα. Είχα την τύχη να συμμετάσχω σε αξιόλογα ανασκαφικά προγράμματα με κυριότερο τις ανασκαφικές εργασίες του Πανεπιστημίου του Princeton, υπό την επίβλεψη του Dr. Childs. Έκτοτε την ακολουθώ πιστά σε ακαδημαϊκό πλαίσιο σπουδών. Τώρα βρίσκομαι στο στάδιο προετοιμασίας του διδακτορικού μου, στον τομέα της Επιτελεστικής Αρχαιολογίας: έναν συνδυασμό Θεάτρου και Αρχαιολογίας, που εντάσσεται στο ευρύτερο πεδίο έρευνας της Δημόσιας Αρχαιολογίας.

Η Αρχαιολογία καθόρισε τον τρόπο σκέψης μου και τη ματιά μου –στοιχεία που στην πορεία διαμορφώθηκαν μέσα από το θέατρο. Με βοήθησε να κατανοήσω τη φύση και το σχήμα των πραγμάτων, να συλλάβω την έννοια της εμβύθισης και της συστηματικής αναζήτησης, να συνειδητοποιήσω ότι χρειάζεται συνθετική ικανότητα, φαντασία και κριτική σκέψη προκειμένου να αποδόσεις οποιαδήποτε αναπαράσταση και εικόνα του κόσμου. Κυρίως, με κατευθύνει στο να έχω μια ολιστική θεώρηση των φαινομένων, να «σκάβω» αναζητώντας την ουσία και να βλέπω στο διηνεκές της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ερμηνευτική προσέγγιση των φαινομένων και η μελέτη των κατάλοιπων της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι για μένα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιώ και στην τέχνη, διερευνώντας και εμβαθύνοντας σε πανανθρώπινες και πανταχού παρούσες έννοιες, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η αμαρτία, η λύτρωση, το καλό και το κακό. 

Η μελέτη του παρελθόντος είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε βαθύτερα αυτό που μας περιβάλλει σήμερα, να κατανοήσουμε βαθύτερα τη στιγμή, προβάλλοντάς την στον χρόνο. Μα πάνω από όλα μας διδάσκει ότι τίποτα δεν είναι για πάντα: η μια κατάσταση διαδέχεται την άλλη, σε ένα αδιάλειπτο ταξίδι. Συνεπώς, μετά τον χαλασμό έρχεται πάντα η καλοκαιρία. Το ίδιο ακριβώς νόημα βρίσκω στην τέχνη… 

deBόp

Η Γεωργία Ανδρέου μιλά στο deBOp για τη «Λέσχη Γονεοκτόνων»

Η Γεωργία Ανδρέου μιλά στο deBόp για τη  «Λέσχη Γονεοκτόνων»

Ανήκει στη γενιά νεών σκηνοθετών που πειραματίζονται με το θέατρο. «Μέσα της»,«Η Κασσάνδρα κι ο λύκος», «Τρεις αδελφές» είναι κάποιες από τις δουλειές της. Η Γεωργία Ανδρέου, όμως, δεν είναι μόνο σκηνοθέτης- είναι και συγγραφέας/ ποιήτρια, ενώ έχει δουλέψει κι ως βοηθός σκηνοθέτη. Λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης που σκηνοθετεί, τη ​«Λέσχη Γονεοκτόνων» βασισμένη στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Αμβρόσιου Μπιρς, η Γεωργία Ανδρέου μας μίλησε για το πώς εμπνεύστηκε για το συγκεκριμένο ανέβασμα, για τη βία και την ωμότητα στη ζωή και στο θέατρο, για την σημασία της μουσικής σκηνικά αλλά και στην καθημερινότητα, καθώς και για τα επόμενα σχέδιά της.

Πώς διαλέξατε τη συλλογή διηγημάτων για να τη μεταφέρετε επί σκηνής;

Εδώ και αρκετό καιρό ένιωθα την ανάγκη να πάρω θέση και να εκφραστώ για τα όσα συνέβαιναν γύρω μου, κυρίως σε πολιτικό επίπεδο αλλά και την οικονομικοκοινωνική κατάσταση της χώρας. Μέσα από τη «Λέσχη Γονεοκτόνων», με τη δύναμη και την οργή της πένας του Αμβρόσιου Μπιρς θέλησα για να εκφράσω την προσωπική αγωνία και κραυγή αφύπνισης για το εφιαλτικό παρόν και το απειλητικό μέλλον που ένιωθα να προδιαγράφονται μπροστά μας. Τα τελευταία χρόνια και μετά τα φοβερά γεγονότα του 2008 και του 2011, με την εικόνα της χώρας μου αλλαγμένη, ανεπιστρεπτί, σα να παρακολουθούσα κάποιο έργο, έβλεπα τις ζοφερές εικόνες από τα κείμενα του Μπιρς να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μου. Ακραίες πολιτικές τάσεις, επικίνδυνες ρητορικές, ασύδοτη εγκληματικότητα, υπέρμετρες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. «Κοιμήθηκα στον παράδεισο και ξύπνησα στην κόλαση», ήταν η φράση που άκουγα πιο συχνά. Παρακολουθώντας μια μέρα ένα δελτίο ειδήσεων, έμεινα άναυδη κι αποσβολωμένη μπροστά στον καταιγισμό εφιαλτικών εικόνων και αποτρόπαιων ειδήσεων, πράγματα που δεν χωράει ο ανθρώπινος νους, το ένα μετά το άλλο, με εντυπωσιακή συχνότητα και σκληρότητα. Δολοφονίες, βιασμοί, ληστείες, ξυλοδαρμοί, εμπρησμοί, βανδαλισμοί, απαγωγές, τρομοκρατία, βασανισμοί, κακοποίηση, πολιτικά σκάνδαλα, εγκλήματα μίσους, πάθους, πολέμου, θρησκείας, διαφορετικότητας, ιδεολογίας, κάθε λογής θηριωδίες. Και τότε κατάλαβα – πως η «Λέσχη Γονεοκτόνων» δεν ήταν αποκύημα της νοσηρής φαντασίας μιας αμφιλεγόμενης ψυχοσύνθεσης, αλλά η αποτύπωση ενός στιγμιότυπου από το καθημερινό δελτίο τύπου με ώμο, βάναυσο, κυνικό και σαρκαστικό τρόπο!

Θεωρώ, ότι ιστορικά διανύουμε ένα νέο μεσαίωνα, μια περίοδο σκοταδισμού και αγριότητας, όπως συμβαίνει άλλωστε πάντα στις μεταβατικές περιόδους, στην ιστορία και την πορεία αυτού του είδους του sapiens, που τόσα δεινά έχει επιφέρει στον πλανήτη που μας φιλοξενεί και που μοιάζει να αψηφά τη φυσική νομοτέλεια των πραγμάτων. Στη σκέψη μου, είχα αρχίσει να διαμορφώνω την ιδέα μιας τριλογίας για τη Βία και τη Βλακεία. Επηρεασμένη από τη σύγχρονη προβληματική του τοπικού και παγκόσμιου γίγνεσθαι, με τη «Λέσχη» ως πρώτο μέρος της τριλογίας, επιχείρησα  να θίξω την έκπτωτη κοινωνική, ηθική και πνευματική πραγματικότητα. Στο πλαίσιο μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης κοινωνίας με συνεχείς αναταράξεις και ανακατατάξεις, όπου η ηθική πτώση είναι ακόλουθη της φθίνουσας πορείας της παραπαίουσας οικονομίας και συνοδή της αποσταθεροποίησης των συνεκτικών δομών, η ακρότητα των πράξεων και η αγριότητα των ηρώων είναι, στα δικά μου μάτια, σκηνές της βιωμένης καθημερινότητας, σε ένα τοπίο ζοφερό, δυστοπικό, ρημαγμένο. Η ιδέα ήταν ένα θέαμα που θα διαθλά  αντικατοπτρικά στον θεατή τη νοσηρότητα και τη βία στην οποία ο καθένας από εμάς είναι εθισμένος στην καθημερινότητά του, παροτρύνοντάς μας να πάρουμε θέση. Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» είναι μια καυστική αλληγορία, για τα δεινά μιας κοινωνίας βουτηγμένης στη βία, στην οποία ο καθένας, δρώντας είτε ατομικά, είτε συλλογικά, με το προσωπείο της εξουσίας, είναι ικανός για τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα και τις φρικαλέες πράξεις.

photo: Νίκος Γεωργάρας

Ποιες δυσκολίες προέκυψαν κατά τη θεατροποίηση των διηγημάτων;

Είδα τη «Λέσχη Γονεοκτόνων» ως μια σπονδυλωτή ανατομία της βίας. Θέλησα να καταδείξω τον ατέρμονο κύκλο της βίας, την κοινωνική σήψη, την υποκρισία και την κάθε μορφή εξουσίας που ασεβεί και βιαιοπραγεί. Επιχείρησα να ενορχηστρώσω την παράσταση ως ένα σκοτεινό, παραβολικό ξέφρενο τραγούδι για την άγρια περιπέτεια της ενηλικίωσης ατομικής και κοινωνικής, ξεδιπλώνοντας μέσα από κάθε μία από τις τέσσερις ιστορίες κλιμακωτά και αντιστοίχως την κυοφορία, τη γένεση, την οργάνωση και το ξέσπασμα της βίας, καθώς μετουσιώνεται σε εξουσία. Προσεγγίζοντας το κείμενο ήρθαμε αντιμέτωποι με αρκετές προκλήσεις. Καταρχάς, πρόκειται για διηγήματα που γράφτηκαν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, προορισμένα για ανάγνωση και όχι για παράσταση και αυτό από μόνο του έκανε το έργο της σκηνικής μεταφοράς ιδιαίτερα δύσκολο. Επιπλέον, θέλησα να μείνω πιστή στο ύφος και το λόγο του Μπιρς, μακροπερίοδο, παρατακτικό, πλούσιο σε ιδιωματισμούς, γεμάτο αλληγορίες και σοκαριστικές περιγραφές στα όρια της παρωδίας. Ταυτόχρονα έπρεπε να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές προκειμένου να εξυπηρετηθεί δραματουργικά και σκηνοθετικά με τον επιθυμητό τρόπο η απόδοση της κλιμάκωσης της βίας και της διάπλασης των ηρώων. Στο πλαίσιο αυτό, η αποκωδικοποίηση του κειμένου, η επιλογή των θεματικών και των νοημάτων, η δραματουργία του έργου, η σκιαγράφηση των ηρώων και η σειρά των κειμένων ήταν μια αρκετά επίπονη εργασία, ώστε να μεταφερθεί οργανικά το έργο, ως μία τετράπτυχη καταβύθιση στο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο, μια εγκάρσια τομή στην ανθρώπινη ψυχή και την κοινωνική παθογένεια. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω ότι η λέσχη είναι μια no budget παραγωγή. Και δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμβολή και τη στήριξη των φίλων και όλων αυτών των ανθρώπων, που σιωπηρά και αποτελεσματικά δουλεύουμε όλον αυτόν τον καιρό για αυτόν τον σκοπό. Σε πείσμα των καιρών και κόντρα στις αντιξοότητες της εποχής, όλοι εμείς δουλεύουμε πυρετωδώς, από το απόθεμα των δυνάμεων και του χρόνου μας, μένοντας μαζί στο όραμά μας, αποδεικνύοντας ότι όταν υπάρχει πείσμα, θέληση και φιλότιμο όλα είναι δυνατά.

Πώς συσχετίζεται η μουσική με το έγκλημα και ποια η επιρροή της στους χαρακτήρες του έργου;

Ήδη από από την αρχαιότητα είναι γνωστή η επίδραση της μουσικής στον ανθρώπινο ψυχισμό και η αλληλεπίδρασή της με την υγεία και τη διανοητική κατάσταση ενός ατόμου. Oι ξαφνικές αλλαγές στην αρμονία, η  επιτάχυνση και οι μουσικές συγκοπές, είναι στοιχεία που επηρεάζουν βαθιά το συναίσθημα, τη σκέψη και τις αντιδράσεις των ακροατών. Στον τομέα της ψυχολογίας, η μουσική συνδέεται στενά με την εγκληματικότητα, καθώς λειτουργεί ως μέσο αποτροπής και κατασταλτικός μηχανισμός. Στον αντίποδα, σύμφωνα με ακαδημαϊκές έρευνες αλλά και έμπρακτες εφαρμογές του ολοκληρωτισμού, η μουσική μπορεί να αποτελέσει δραστικό εργαλείο βασανισμού και να προκαλέσει ανεπανόρθωτες ψυχολογικές και φυσικές βλάβες. Γι’ αυτό και είναι άλλωστε μια δημοφιλής πρακτική.

Αναζητώντας το κατάλληλο μουσικό είδος για να επενδύσω το έργο, κατέληξα στη metal, το παρεξηγημένο και απόβλητο, αιρετικό αυτό είδος. Οι σκοτεινές μπαλάντες και οι οργισμένες νότες του doom sludge metal συγκροτήματος Okwaho πλαισιώνουν τη δράση με τον καταλληλότερο τρόπο και συμπαρασύρουν τους θεατές σε έναν ασφυκτικό κλοιό. Η metal μουσική για πολλά χρόνια ήταν ένα παρεξηγημένο είδος, καθώς είχε συνδεθεί με επιθετικότητα, ακραίες συμπεριφορές, αρνητικά πρότυπα, επιθετικά ένστικτα. Πρόσφατες έρευνες όμως απέδειξαν περίτρανα, ότι η metal μπορεί να κατευνάσει την οργή, την επιθετικότητα και στην πραγματικότητα, να βοηθήσει τον ακροατή να εκτονώσει και να αποβάλλει τα αρνητικά συναισθήματα. Οι θεατρινισμοί και οι ακρότητες κάποιων ειδών της metal δεν έχουν σχέση με την ουσία της σκληροτράχηλης αυτής μουσικής με τα άπειρα υποείδη και την ιδιότητα της να λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης και μοχλός εκτόνωσης. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο, ότι κάθε μουσική είναι παιδί της εποχής της και παράγεται από το κοινωνικό περιβάλλον μεν, διαμορφώνει δε την αντίληψη των ακροατών της. Η μουσική στο έργο, λειτουργεί επικουρικά, δίνει περιγραφές, δημιουργεί συναισθήματα, γίνεται ένα ηχητικό παράθυρο στον ψυχισμό των ηρώων, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις εμμονές και τα πάθη τους. Κάνοντας ένα παιχνίδι με τον ήχο, η μουσική γίνεται πιο μελωδική και τρυφερή στα πιο σκοτεινά και εξομολογητικά κομμάτια του ρόλου. Γίνεται κύμα, μετουσιώνεται στο πλήθος, που καθρεφτίζει και καθρεφτίζεται, παρακολουθεί τον ήρωα τις ιδιωτικές στιγμές, τον χρησιμοποιεί, τον κάνει αποδιοπομπαίο τράγο, εξιλαστήριο θύμα ή θύτη. Είναι η βία της κοινωνίας, τις στιγμές που ο όχλος εξαγριώνει, ερεθίζει το συναίσθημα σπρώχνει στην απόγνωση και τελικά οδηγεί στο ξέσπασμα. Τότε η μουσική γίνεται άγρια, σκληρή, εκκωφαντική, είναι ο σπαραγμός του ανθρώπου τη στιγμή της πτώσης του. Όταν η βία ξεσπά, η μουσική γίνεται ένα ανήμερο, ακανόνιστο, ξέφρενο, τραγούδι που οδηγεί στην εκτόνωση της εγκληματικότητας και την αποφόρτιση των αισθήσεων. Δεν οδηγεί στο έγκλημα, εκφράζει την οργισμένη φρενίτιδα του μανιασμένου πλήθους.

Μπορεί να δικαιολογηθεί μια τόσο ειδεχθής πράξη (γονεοκτονία), ακόμη κι αν το κίνητρο είναι λογικό;

Σε καμία περίπτωση η βία δεν είναι αποδεκτή. Όταν αρχίσουν οι εξαιρέσεις και οι αποκλεισμοί, το παιχνίδι γίνεται πραγματικά επικίνδυνο. Σε μία ουσιαστικά ανθρώπινη κοινωνία με σεβασμό και αυταξία, καμία βία δεν έχει καμία θέση. Αλίμονο, αν ξοδεύτηκαν τόσα εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης για να αποτελέσουμε εμείς οι άνθρωποι το επιστέγασμα της δημιουργίας, μόνο και μόνο για να αυτοαφανισθούμε. Σε μία συμβολική αναπαράσταση η γονεοκτονία εκφράζει την ανάγκη του ανθρώπου να ξεπεράσει τον γονέα του και να ενηλικιωθεί, να κόψει τη σύνδεση με το παρελθόν ή και με τα γονεικά κομμάτια που έχει ενδοβάλει και τον ταλαιπωρούν. Στην πραγματικότητα ωστόσο, η γονεοκτονία μπορεί να εξηγείται, όχι όμως και να δικαιολογείται, και αυτή είναι η άποψή μου για κάθε είδους έγκλημα ή βιαιότητα. Στο έργο του Μπιρς ο κόσμος διαθλάται μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, αποδίδοντας μια βαθιά διαστρεβλωμένη όψη της πραγματικότητας, όπου όλα προβάλλονται στο αρνητικό είδωλό τους. Ωστόσο, πίσω από την ακραία γραφή του  Μπιρς, το μαύρο χιούμορ και τους συμβολισμούς του φανερώνεται η αγωνία του για τη στηλίτευση της ανηθικότητας και της ύβρεως και η προσπάθεια του για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς. Ούτε και σε αυτόν τον κόσμο η γονεοκτονία δεν είναι αποδεκτή. Είναι μόνον συμβολική. Και κατακριτέα (μέσα από την παρωδία). 

Ποιο το μερίδιο ευθύνης του οικογενειακού περιβάλλοντος και της κοινωνίας στην ανάπτυξη της εγκληματικής φύσης των δραστών;

Πάντα επίκαιρο το έργο του Αμβρόσιου Μπιρς, επιβεβαιώνει επιδέξια την αδιάψευστη συνθήκη πώς οι ανθρώπινες συνειδήσεις διαφθείρονται από τις κακές κοινωνικές συνθήκες και το συγχυτικό περιβάλλον, θέτοντας το ερώτημα, «ποιος κάνει την αρχή;» Αλλά και τι διαφθείρεται τελικά πρώτα, η ατομική ή η συλλογική συνείδηση; Το οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο έχουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μιας προσωπικότητας. Σε έναν χώρο κενό, από την απουσία συναισθημάτων και αξιών, πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας, καθώς και το κανονιστικό σύστημα, σε ένα τοπίο παντελούς έλλειψης σεβασμού προς την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και της ζωής, όπου συνεπακόλουθα υπάρχει ένα έλλειμμα, δημιουργείται το κενό – αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το «κακό». Οι ήρωες της «Λέσχης Γονεοκτόνων» εκφράζουν αυτή την ωμότητα, καταγγέλλοντας πως, όταν η δομή της κοινωνίας καταρρέει, επικρατεί το απρόβλεπτο χάος. Αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας δεν είναι παρά το αποτέλεσμα αυτού που έχει ήδη καλλιεργηθεί, αυτού που η κοινωνία και η οικογένεια (ως συνεκτικός ιστός της) έχει επιτρέψει να δημιουργηθεί. Οι ίδιες οι κοινωνίες κυοφορούν και γεννούν αυτού του είδους τις συμπεριφορές. Είναι φοβερό να αντιληφθούµε τι πλάσματα γεννούν οι κοινωνίες και οι οικογένειες, και τι κοινωνίες διαμορφώνουν οι άνθρωποι. Στη «Λέσχη Γονεοκτόνων» παρακολουθούμε τους ήρωες να διαβρώνονται σταδιακά και σε συνάρτηση με την ψυχοσύνθεση του καθενός. Στην πρώτη ιστορία, η βία και η εγκληματικότητα είναι η καθημερινότητα του ήρωα, από την οποία ο ίδιος δε μπορεί να διαφοροποιηθεί. Καθορίζεται από το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον και τον σαθρό κοινωνικό του περίγυρο. Στη δεύτερη ιστορία, ο ήρωας δοκιμάζει το έγκλημα και γεύεται τους καρπούς της αμαρτίας. Στερημένος από τροφή και αγάπη, ματαιωμένος, διεκδικεί να καλύψει το κενό με τη σκληρότητα που έχει μάθει. Αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να επωφεληθεί από τη βία και εγκληματεί προκειμένου να αποκτήσει το αντικείμενο του πόθου του. Στην τρίτη ιστορία, ο ήρωας εγκληματεί συνειδητά και απροκάλυπτα, με τη συγκάλυψη της κοινωνίας. Το έγκλημα είναι ένα μέσο διευθέτησης και απόδοσης δικαιοσύνης. Στην τελευταία ιστορία, το έγκλημα και η βία είναι τρόπος ζωής, καταδεικνύοντας τον παραλογισμό και τη γελοιότητα της εξουσίας.

Ποια είναι τα χειρότερα εγκλήματα, αυτά που αφαιρούν μια ανθρώπινη ζωή ή αυτά που την καταστρέφουν, σωματικά και ψυχικά;

Νομίζω ότι πρόκειται για δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα, ίσης ωστόσο αξίας και ανυπολόγιστης σπουδαιότητας, που έχουν τον ίδιο τρομακτικό αντίκτυπο. Και τα δύο έχουν την αίσθηση της μονιμότητας, τόσο η καταστροφή, όσο και ο θάνατος. Για μένα και στις δυο περιπτώσεις φανερώνεται το αποτρόπαιο πρόσωπο της εξουσίας (πάνω στη ζωή) και η αποκρουστική όψη μιας δύσμορφης, νοσηρής ιδιοσυγκρασίας – είτε ατομικής, είτε συλλογικής, είτε θεσμικής. Κανένας άνθρωπος και κανένα έμβιο ον δεν αξίζει αυτή τη μεταχείριση και αυτόν τον τρόπο θανάτου, είτε με την έννοια του τέλους της ίδιας της ζωής, είτε με τον αφανισμό της ταυτότητας αυτού που κάποτε ο άνθρωπος ήταν. Ονειρεύομαι έναν κόσμο χωρίς βία, με σεβασμό στον άνθρωπο και τη ζωή, με όραμα και απαλλαγμένο από θύματα και θύτες.

photo: Νίκος Γεωργάρας

Η παρουσίαση της βίας στο θέατρο μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση του κοινού, ενώ την ίδια στιγμή στον πραγματικό κόσμο οι βίαιες συμπεριφορές αντιμετωπίζονται τις περισσότερες φορές με αδιαφορία. Γιατί πιστεύετε συμβαίνει αυτό;

Προσωπικά, προτιμώ ένα κοινό που αντιδρά στη θέαση της βίας από κάποιο που ρουφά τις σκηνές ηδονοβλεπτικά ή ακόμα χειρότερα, μένει απαθές. Στην παράσταση επιλέξαμε να μη δείξουμε καμία σκηνή βίας. Όλα αποδίδονται σε ένα συμβολικό, παραβολικό πλαίσιο και ως υπόρρητα σχόλια. Εμένα ουδέποτε με ενδιέφερε η αναπαράσταση της ωμής πραγματικότητας στην τέχνη. Μου φτάνει που το βλέπω στη ζωή, δε χρειάζεται να το δω και στο θέατρο. Η τέχνη, και αυτή είναι η στέρεη πεποίθηση μου, οφείλει να είναι κοινωνός μηνυμάτων. Και ν’ ανοίγει φωτεινά παράθυρα στον κόσμο. Φτάνει πια με την ασχήμια και τα κακώς κείμενα. Πρόταση υπάρχει; Γιατί βρίσκεται εκεί έξω και μια θετική, ελπιδοφόρα πλευρά του κόσμου – ας επικεντρωθούμε σε αυτήν. Και ας φτιάξουμε εμείς τον κόσμο που επιθυμούμε. Δανείζομαι τη φράση του ποιητή: «με χάδια μπαίνουν σε μια καρδιά που πυρπολείται».

Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να λάβει ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση;

Οι ήρωες της «Λέσχης Γονεοκτόνων» εκφράζουν τον προβληματισμό, όχι του γιατί ο Bierce έγραψε ένα τέτοιο έργο, αλλά με ποιο τρόπο οι άνθρωποι εξακολουθούν να συνδέονται με αυτό. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση, είτε ως θύμα είτε ως θύτης, σε δεδομένες συνθήκες. Το κακό κρύβεται μέσα μας κι ο κύκλος της βίας μας ακολουθεί από την αρχή της ιστορίας, περνώντας από γενιά σε γενιά και από χέρι σε χέρι. Το αμείλικτο ερώτημα είναι, εμείς πώς στεκόμαστε απέναντι στη βία, πώς επιλέγουμε να σπάσουμε τον κύκλο και αν επιθυμούμε να παραμείνουμε συνδεμένοι με τις πρωταρχικές έννοιες της αγάπης και της αρετής. Εμπνευσμένη από την τρέχουσα πραγματικότητα, και με τον απόηχο της φράσης «Αυτή είναι η πρακτική. Σε όποιον αρέσει!», το μήνυμα αυτό διατρέχει όλο το έργο σαν ένα υπόρρητο σχόλιο με πολλαπλές αναγνώσεις. Η πρακτική μας, από εμένα σε σένα, το θύτη στο θύμα, τον πολίτη στην εξουσία, την τέχνη στο κοινό, τον καλλιτέχνη στο σύστημα, το κακό στο αγαθό και το αντίστροφο, και ούτω καθ’ εξής (είτε για το θετικό είτε για το αρνητικό). Ζούμε ιστορικά επικίνδυνες στιγμές και τα πράγματα χρειάζονται μεγάλη προσοχή και φροντίδα. Είναι η στιγμή που πρέπει όλοι να πάρουμε θέση και να αρθρώσουμε λόγο, με συνείδηση και συναίσθηση. 

Υπερβαίνοντας το σοκ της βίας και της μωρίας, το έργο φέρει ένα δυνατό πολιτικό σχόλιο για την άνοδο και την καλλιέργεια ακραίων θέσεων και δυνάμεων. Μόνον αν επαναπροσδιορίσουμε την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, υπάρχει ελπίδα. Η παράσταση είναι σαφώς μια κραυγή για αφύπνιση, για πνευματική ανάταση, για την αναζήτηση της ουσίας τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και των ηθικών και κοινωνικών αξιών.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Βρίσκομαι στο στάδιο προετοιμασίας των επόμενων δύο μερών της τριλογίας για τη Βία και τη Βλακεία με δεύτερο στη σειρά, ένα εξαιρετικό κείμενο, το πρωτόλειο του Βάρναλη, «Ο Λαός των Μουνούχων» που πρόκειται να παρασταθεί μέσα στο 2019, σε κεντρική σκηνή της Αθήνας.

Ευχαριστούμε πολύ τη Γεωργία Ανδρέου για την όμορφη συνέντευξη που μας παραχώρησε και της ευχόμαστε κάθε επιτυχία σε ό,τι κάνει!

*Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στις συντάκτριες Όλγα Μπιάγκη και Μαντώ Χαντζή.

alfavita

alfavita: Γ. Ανδρέου: «Το θέμα είναι να κάνουμε την εποχή και τον κόσμο μας όπως εμείς τον θέλουμε»

Συνέντευξη της σκηνοθέτιδος Γεωργίας Ανδρέου στη Ράνια Παπαδοπούλου (Δημοσίευση : 26.02.2019 )

Η «Λέσχη Γονεοκτόνων», η αμφιλεγόμενη και καυστική συλλογή διηγημάτων του AmbroseBierce (1842-1913;) παρουσιάζεται δραματοποιημένη για πρώτη φορά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, για τρεις μόνο παραστάσεις( 21/2. 28/2. 7/3), σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Ανδρέου. Η πρωτοτυπία της παράστασης έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την πρώτη metal μουσική θεατρική παράσταση στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, όπου οιOkwaho, εμφανίζονται ζωντανά επί σκηνής, επενδύοντας το αλλόκοτα υπέροχο κείμενο με doom sludge metal μουσική σε πρωτότυπη σύνθεση.

Η σκηνοθέτης, ηθοποιός, αρχαιολόγος  Γεωργία Ανδρέου ζει και δημιουργεί στην Αθήνα, ενώ, παράλληλα με το θέατρο, δραστηριοποιείται στην Ειδική Αγωγή. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων, με μεταπτυχιακό τίτλο στη Διαχείριση Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Έχει σπουδάσει υποκριτική στην Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης «Βεάκη» και είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Σκηνοθετών, με δραστηριότητα στον χώρο του θεάτρου και της συγγραφής από το 2005. Έχει συμμετάσχει σε θεατρικές παραγωγές ως συγγραφέας, σκηνοθέτης, βοηθός σκηνοθέτη και ηθοποιός και έχει συνεργαστεί με θεατρικές ομάδες και θέατρα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ενώ ποίησή της έχει μελοποιηθεί και ερμηνευτεί στην Αθήνα και τη Βιέννη (Μυsikverein Brahns-Saal). Πρόσφατες σκηνοθετικές της δουλειές είναι, «Πείνα» του Χαράλαμπου Γιάννου, στο Σπίτι της Κύπρου (θεατρικό αναλόγιο, 2016), «Τρεις Αδελφές» του Άντον Τσέχωφ, στο θέατρο “Τζένη Καρέζη” (2015) και «Η Κασσάνδρα και ο λύκος», της Μαργαρίτας Καραπάνου σε θέατρα στην Ελλάδα (2011 – 2012). Εκτός από τη «Λέσχη Γονεοκτόνων», αυτήν την εποχή βρίσκεται σε διαδικασία μελέτης και προετοιμασίας των επόμενων δύο έργων της τριλογίας για τη Βία και τη Βλακεία, καθώς και του εγχειρήματος «Νέκυια», ενός διαδραστικού, δια-καλλιτεχνικού και διεπιστημονικού εγχειρήματος βασισμένου στην τελετουργία του θανάτου.

53231495_1762630633838649_8505996268017811456_n.jpg

Με αφορμή το ανέβασμα της «Λέσχης Γονεοκτόνων», μιλήσαμε με τη σκηνοθέτιδα Γεωργία Ανδρέου για την παράσταση, το έργο του Bierce, τη βία, την εξουσία, αλλά και όλα αυτά που συντελούν στο να οδηγηθεί ένας άνθρωπος στο κακό, αλλά και στο ακόμα χειρότερο.

 -Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» ανεβαίνει για τρεις μόνο παραστάσεις στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ποια στοιχεία σας εξίταραν περισσότερο το ενδιαφέρον στο κείμενο του Bierce;

Γ.Α.: Η δύναμη, η οργή, ο κυνισμός και η καυστικότητα της πένας του Bierce. Πίσω από το ακραίο χιούμορ του, οι ιστορίες του γεμάτες αλληγορίες, συμβολισμούς και σοκαριστικές περιγραφές που αγγίζουν τα όρια της παρωδίας, φανερώνουν την αγωνία του για τη στηλίτευση της ανηθικότητας, της ύβρεως και της βιαιότητας. Μέσα από αυτά τα στοιχεία θέλησα να εκφράσω την προσωπική αγωνία για το ζοφερό παρόν και το δυστοπικό μέλλον που φαίνεται να διαγράφεται μπροστά μας. Κυρίως όμως να ουρλιάξω μαζί με όλα τα μέλη της «Λέσχης» μια κραυγή αφύπνισης για την αναζήτηση της ουσίας τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και των ηθικών και κοινωνικών αξιών. Ο Bierce μέσα από την ωμότητα και την παγερή ειρωνεία, στηλιτεύει τον εκφυλισμό και την κάθε λογής υποκρισία, έχοντας στη άκρη της γλώσσας του ένα απολαυστικά φαρμακερό κεντρί, ακονισμένο από την έκθεση σε ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος. Με αφοπλιστικό τρόπο περιγράφει έννοιες όπως: διαφθορά, απληστία, έλλειψη ηθικής, πνευματική θνησιμότητα, εξασθένιση ανθρώπινων ηθών, απόρριψη, απομόνωση, σαθροί οικογενειακοί δεσμοί, ευθύνη, αυτοαντίληψη, ταυτότητα, προσωπική πορεία προς το θάνατο. Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» μου έδωσε τη δυνατότητα να παραστήσω μια σπονδυλωτή ανατομία της βίας και του ατέρμονου κύκλου της, του κοινωνικού μαρασμού και της σήψης κάθε μορφής εξουσίας. Μέσα από κάθε μία από τις τέσσερις ιστορίες αναλύεται κλιμακωτά και αντιστοίχως η κυοφορία, η γένεση, η οργάνωση και το ξέσπασμα της βίας, καθώς μετουσιώνεται σε εξουσία. Θέτοντας το ερώτημα τι διαφθείρεται τελικά πρώτα, η ατομική ή η συλλογική συνείδηση;-Πώς συνδέθηκε η doom sludge metal μουσικήτων Okwaho με το έργο;

Γ.Α.: Θέλησα να «ενορχηστρώσω» την παράσταση ως ένα σκοτεινό, παραβολικό ξέφρενο τραγούδι για την άγρια περιπέτεια της ενηλικίωσης, ατομικής και κοινωνικής, μια εγκάρσια τομή στην ανθρώπινη ψυχή και την κοινωνική παθογένεια. Η ιδέα ήταν μια αλληγορική αναπαράσταση της βίας και της νοσηρότητας που συναντάμε στην καθημερινότητά μας, παροτρύνοντας για ανάληψη ευθύνης και προσωπικής θέσης. Αναζητώντας το κατάλληλο μουσικό είδος για να επενδύσω το έργο, κατέληξα στη metal, το παρεξηγημένο, αιρετικό αυτό είδος σκληροτράχηλης μουσικής, ακραίο σε ένταση και δονήσεις, με την ιδιότητα που έχει να λειτουργεί ως μηχανισμός εκτόνωσης. Η doom sludge μουσική των Okwaho, αργόσυρτη, ογκώδης, σκληρή, γεμάτη σκοτεινές μελωδίες και οργισμένες νότες, παράγει έναν ήχο σαν να βγαίνει από τα έγκατα της γης ή μια μηχανή εργοστασίου, τις ερπύστριες ενός τανκς, ή τον τριγμό μιας ψυχής στο τσάκισμά της, και ταυτόχρονα διατηρεί τη μελωδικότητα και τη μουσικότητά της. Η ίδια η μπάντα, φέρει ένα ηχηρό πολιτικό μήνυμα και μια θέση που ταιριάζει στη δραματουργία του έργου. Βέβαια, ο ήχος τους για τις ανάγκες της παράστασης «μετακινήθηκε» προς το post metal, χωρίς ωστόσο να αλλοιώσουν το προσωπικό τους ύφος. Η μουσική της παράστασης έχει πολλά ατμοσφαιρικά περάσματα, μελωδικές και συναισθηματικές στιγμές, προσφέροντας ένα ηχητικό παράθυρο στον ψυχισμό των ηρώων, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις εμμονές και τα πάθη τους. Εκφράζει τη βία της κοινωνίας, τις στιγμές που ο όχλος εξαγριώνει, ερεθίζει το συναίσθημα, σπρώχνει στην απόγνωση και τελικά οδηγεί στο ξέσπασμα. Μετουσιώνεται στο πλήθος, που καθρεφτίζει και καθρεφτίζεται μέσα από τον ήρωα, τον χρησιμοποιεί, τον κάνει αποδιοπομπαίο τράγο, εξιλαστήριο θύμα, ή θύτη. Επιχειρώντας ένα παραβολικό παιχνίδι με τον ήχο, η μουσική γίνεται πιο μελωδική και τρυφερή στις ιδιωτικές και επώδυνες ρωγμές του ρόλου, όταν ο ήρωας είναι τρωτός, αδύναμος, μια ύπαρξη κακοποιημένη. Ενώ γίνεται άγρια, βάναυση, επιθετική, όταν η βία ξεσπά, και ο ήρωας είναι πλέον πληγωμένος, θυμωμένος, απειλητικός, βίαιος και καταστροφικός. Και έπειτα, ένα άγριο, εκκωφαντικό, ανήμερο τραγούδι που οδηγεί στην εκτόνωση της εγκληματικότητας και την αποφόρτιση των αισθήσεων.

-Με ποιο τρόπο συνδεόμαστε στο σήμερα με το έργο του Bierce;

Γ.Α.:  Πάντα επίκαιρο το έργο του Bierce, προβληματίζει, θίγοντας την έκπτωτη κοινωνική, ηθική και πνευματική πραγματικότητα, τη σύγχρονη βία σε όλο τον κόσμο, τη νοσηρότητα και τον εκφυλισμό. Και τότε και τώρα, στο πλαίσιο μιας μεταβαλλόμενης κοινωνίας με συνεχείς ανακατατάξεις, η ηθική πτώση είναι συνοδή της αποσταθεροποίησης των συνεκτικών δομών της κοινωνίας και ακολουθεί τους κλυδωνισμούς της παραπαίουσας οικονομίας. Παρακολουθούμε τη βιαιότητα να  γεννάται και να καλλιεργείται «υπόγεια», μέσα από ατομικές και συλλογικές επιλογές, και ταυτόχρονα να επιβάλλεται, να νομιμοποιείται και να συντηρείται «επίγεια», σε μια αμφίδρομη σχέση. Υπερβαίνοντας το σοκ της βίας και της μωρίας, το έργο φέρει ένα δυνατό πολιτικό σχόλιο για την άνοδο και την καλλιέργεια ακραίων θέσεων και δυνάμεων. Αν σκεφτεί κανείς ότι το κείμενο γράφτηκε το β’ μισό του 19ου αιώνα, είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα με τη σύγχρονη προβληματική του τοπικού και παγκόσμιου γίγνεσθαι. Τα τελευταία χρόνια, οι ζοφερές εικόνες από τα κείμενα του Μπιρς νιώθω να ζωντανεύουν μπροστά μας. Ακραίες πολιτικές τάσεις, επικίνδυνες ρητορικές, ασύδοτη εγκληματικότητα, γεωπολιτικές υπέρμετρες ανακατατάξεις, πολιτικά σκάνδαλα, εγκλήματα μίσους, πάθους, πολέμου, θρησκείας, διαφορετικότητας, ιδεολογίας, κάθε λογής θηριωδίες. Η βία, η σκληρότητα, η ανηθικότητα, η αγωνία, η οργή, η απόγνωση είναι έντονα εμφανείς, ή τουλάχιστον εγώ μπορώ πλέον να τις αντιληφθώ εντονότερα. Σήμερα, που η συζήτηση για τη βία και τη διαφθορά βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου και ιδιωτικού λόγου, η «Λέσχη Γονεοκτόνων» μοιάζει να αποτυπώνει ένα στιγμιότυπο της πραγματικότητας με ωμό, βάναυσο, κυνικό και σαρκαστικό τρόπο – δεν είναι απλά αποκύημα της νοσηρής φαντασίας μιας αμφιλεγόμενης ψυχοσύνθεσης. Αυτά που περιγράφει ο Bierce θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αποσπάσματα από το καθημερινό δελτίο ειδήσεων. Η ακρότητα των πράξεων και η αγριότητα των ηρώων είναι, στα δικά μου μάτια, σκηνές της βιωμένης καθημερινότητας, σε ένα τοπίο ζοφερό, δυστοπικό, ρημαγμένο. Η δύναμη της συνειδητοποίησης αυτής μας αφυπνίζει, υπενθυμίζοντάς μας ότι πάντοτε έχουμε και άλλη επιλογή.

-Το έργο είναι μία cult, γκροτέσκα, βιτριολική, παρανοϊκή, αλλά στέρεα αλλόκοτη μαύρη αλληγορία. Τι μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στο κακό και στο ακόμα χειρότερο;

Γ.Α.: Στην «Λέσχη Γονεοκτόνων» παρακολουθούμε τους ήρωες να διαβρώνονται σταδιακά και σε συνάρτηση με την ψυχοσύνθεση του καθενός, προοδευτικά να επιδίδονται ανηλεώς σε πράξεις βίας και βανδαλισμού. Στην πρώτη ιστορία, η βία και η εγκληματικότητα είναι η καθημερινότητα του ήρωα, από την οποία ο ίδιος αδυνατεί να διαφοροποιηθεί. Καθορίζεται από το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον και τον σαθρό κοινωνικό του περίγυρο. Στην δεύτερη ιστορία, ο ήρωας στερημένος από τροφή και αγάπη, ματαιωμένος, δοκιμάζει το έγκλημα και διεκδικεί να καλύψει το κενό με τη σκληρότητα που έχει μάθει. Αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να επωφεληθεί από τη βία και εγκληματεί προς όφελός του. Στην τρίτη ιστορία, ο ήρωας εγκληματεί συνειδητά και απροκάλυπτα, στα πλαίσια μιας κοινωνίας που συγκαλύπτει. Το έγκλημα είναι ένα μέσο διευθέτησης και απόδοσης δικαιοσύνης. Στην τελευταία ιστορία, το έγκλημα και η βία είναι τρόπος ζωής, καταδεικνύοντας τον παραλογισμό και τη γελοιότητα της εξουσίας. Η σπανιότητα των στέρεων και ασφαλών συναισθηματικών δεσμών, η έκπτωση των αξιών, η απουσία πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας, σε ένα τοπίο παντελούς έλλειψης σεβασμού προς την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και της ζωής, συνδημιουργούν έναν κενό χώρο – και αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το «κακό». Οι ήρωες της «Λέσχης Γονεοκτόνων» καταγγέλλουν με ωμότητα πως, όταν η δομή της κοινωνίας καταρρέει, επικρατεί το απρόβλεπτο χάος. Αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας δεν είναι παρά το αποτέλεσμα αυτού που έχει ήδη καλλιεργηθεί, αυτού που η κοινωνία και η οικογένεια (ως συνεκτικός ιστός της) έχει επιτρέψει να δημιουργηθεί. Οι ίδιες οι κοινωνίες κυοφορούν και γεννούν αυτού του είδους τις συμπεριφορές, και οι ανθρώπινες επιλογές και δράσεις διαμορφώνουν τις κοινωνίες. Όταν ο άνθρωπος αισθάνεται πως το κανονιστικό πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης περισσότερο του στερεί την υπαρξιακή ικανοποίηση παρά του την προσφέρει – τότε η σκέψη του μπορεί να στραφεί στο κακό, ή στο ακόμα χειρότερο… Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» καταδεικνύει επιδέξια πώς οι ανθρώπινες συνειδήσεις διαφθείρονται από τις δυσλειτουργικές κοινωνικές συνθήκες, θέτοντας το ερώτημα, ποιος κάνει την αρχή;

52783896_298071534212256_5980940885385281536_n.jpg

 Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» αποτελείται από τέσσερις ιστορίες. Ποιο είναι το σημαντικότερο στοιχείο της βίας που καυτηριάζει μέσω αυτών ο συγγραφέας;

Γ.Α.: Μέσα από τον κυνισμό, το μαύρο χιούμορ και την τρομακτική αδιαφορία με την οποία ξετυλίγονται οι ιστορίες του Bierce, θίγονται τα δεινά μιας κοινωνίας βουτηγμένης στη βία, στην οποία ο καθένας, δρώντας είτε ατομικά, είτε συλλογικά, με το προσωπείο της εξουσίας, είναι ικανός για τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα και τις φρικαλέες πράξεις. Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» αποτελείται από τέσσερις ιστορίες – μονολόγους, μέσα από τους οποίους οι ήρωες αφηγούνται με ωμότητα, μακάβριο χιούμορ, παγερή ειρωνεία, και αξιοζήλευτη αυτοκυριαρχία, πώς σκότωσαν γονείς και λοιπούς συγγενείς, κάτω από συνθήκες μοναδικής αγριότητας. Αδίστακτοι, πνευματικά και ψυχικά προκλητικοί, διαστροφικά χαρισματικοί, βιαιοπραγούν με τον πιο βάναυσο τρόπο, ελπίζοντας να απεγκλωβιστούν από τις δυσκολίες που τους εμποδίζουν να πορευτούν όπως επιθυμούν στη ζωή, διεκδικώντας … μια ελευθερία (ύπαρξης και δράσης). Δημοσιογράφος στο επάγγελμα ο Bierce, και ένας από τους πρωτοπόρους του ρεπορτάζ, στα κείμενα του καυτηρίαζε ανελέητα την κάθε λογής υποκρισία και την εξουσία από όπου κι αν προέρχονταν – την Εκκλησία και τους θεματοφύλακες κάθε είδους θρησκείας, τους διεφθαρμένους πολιτικούς, τους κλέφτες και απατεώνες, τους υπερφίαλους καλλιτέχνες, τους τοπικιστές, τους άθεους, τους ηλίθιους και εν γένει τα καθάρματα κάθε βαθμίδας και κατηγορίας.

Τολμώντας ένα συσχετισμό με τις μορφές εξουσίας που ασκούν βία, θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει σε ένα προβολικό ταξίδι στο μέλλον των ηρώων, τη δύναμη των όπλων (στρατιωτική εξουσία), την χειραγώγηση της σκέψης (εξουσία του τύπου), την σφυρηλάτηση των συνειδήσεων (θρησκευτική εξουσία) και την εκ των ων ουκ άνευ, την πολιτική εξουσία.

– Όσον αφορά τη βία, όπως διερωτάται και ο Μπένγιαμιν, κατά πόσο είναι δυνατή μια διάκρισή της σε βία που υποτάσσει και σε βία που απελευθερώνει;

Γ.Α.:  Το φλέγον αυτό ερώτημα του Μπένγιαμιν, διατυπωμένο αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στην καρδιά μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών, παραμένει επίκαιρο, καταδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του φαινομένου της βίας, αλλά και τον ατέρμονο κύκλο της. Ο Μπένγιαμιν φαίνεται να καταλήγει ότι είναι όντως δυνατή μια τέτοια διάκριση. Έχοντας διατυπώσει την θέση ότι η βία βρίσκεται στον πυρήνα της ουσίας του νόμου και είναι σύμφυτη με την έννοια του δικαίου και κάθε κοινωνικού συμβολαίου, ούσα απαραίτητη αρχικά για να τα επιβάλει και εν συνεχεία πανταχού παρούσα για να τα διατηρεί, προχωρά τη σκέψη αυτή, συμπεραίνοντας ότι κάθε μορφή βίας είναι εν δυνάμει φορέας επανανομοθέτησης. Ως απελευθερωτική, απολυτρωτική βία, ο Μπένγιαμιν αντιτάσσει μία μορφή «αντι-βίας», η οποία δεν αποσκοπεί στην επίτευξη οποιουδήποτε οφέλους, συμφέροντος ή σκοπού, παρά μόνον στην ανατροπή της βίας που καθυποτάσσει.  Ωστόσο, είναι ίδιον της κυκλικότητας του φαινομένου και του φυσικού νόμου της δράσης – αντίδρασης: η δράση της βίας επισύρει την αντίδραση στην βία σε έναν επανατροφοδοτούμενο κύκλο, και μολονότι το πλαίσιο αλλάζει, το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο. Στη συνέχεια της σκέψης του Μπένγιαμιν, οι ήρωες του Bierce έχουν το σθένος να γίνουν έστω και για μια στιγμή αυτεξούσιοι, έστω και για μια στιγμή να νομοθετήσουν για τον εαυτό τους. Πόσο επικίνδυνο είναι αλήθεια αυτό! Παραμένουν ωστόσο εγκληματίες. Η φιλοσοφία διερωτάται και η τέχνη προτείνει. Είτε θεσμική, είτε νομική, είτε αντιδραστική, είτε υποτάσσει είτε απελευθερώνει, η βία είναι βία. Είναι εντυπωσιακό πως ακόμα και ολόκληρες κοινωνικές ομάδες που συγκροτούνται (θεωρητικά) από έλλογα, σκεπτόμενα όντα, μεταμορφώνονται σε δολοφονικές παράλογες κοινότητες, ικανές για την πιο αποτρόπαιη βαρβαρότητα. Για μένα το μοναδικό ερώτημα είναι: πώς μπορούν οι άνθρωποι να επιβάλλουν στους συνανθρώπους τους τόση και τέτοια βία. Είναι δυνατόν να ξοδεύτηκαν εκατομμύρια χρόνια στην εξελικτική διαδικασία του πλανήτη μας, για να είναι το επιστέγασμα της δημιουργίας αυτό; Θα κλείσω δανειζόμενη τη ρήση του Μπένγιαμιν, «Τον άνθρωπο τον γνωρίζει μόνον όποιος τον αγαπά χωρίς ελπίδα». Και στην αγάπη, η βία δεν έχει καμία θέση. Αυτό άλλωστε υπηρετεί και η τέχνη. Σε μία ουσιαστικά ανθρώπινη κοινωνία όπου η συνύπαρξη των ανθρώπων γίνεται στην βάση της ελευθερίας και της αμοιβαιότητας, του σεβασμού και της αυτοαξίας, καμία βία, σε καμία περίπτωση και για κανέναν σκοπό δεν είναι αποδεκτή. Όταν αρχίσουν οι εξαιρέσεις και οι αποκλεισμοί, το παιχνίδι γίνεται πραγματικά επικίνδυνο.

 Η παράσταση αποτελεί το πρώτο μέρος της Τριλογίας για τη Βία και τη Βλακεία. Τι έπεται στη συνέχεια;

Γ.Α.:  «Ο Λαός των Μουνούχων», το πρωτόλειο και εξαίσιο αυτό έργο του Κώστα Βάρναλη, που στην εποχή του κατακρίθηκε ανενδοίαστα όσο κανένα άλλο, ώσπου να το αποκηρύξει ο ίδιος του ο δημιουργός και να περάσει στην αφάνεια. Θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου ως ένα προφητικό, σκοτεινό, μουσικό θρίλερ. Ένα κοσμογονικό παραμύθι για την ανθρώπινη ιστορία από καταβολής κόσμου.

-Ένα θεατρικό έργο μπορεί να λειτουργήσει ως μια κραυγή αφύπνισης για αυτό που η κοινωνία έχει επιτρέψει να δημιουργηθεί;

Γ.Α.: Από καταβολής κόσμου, η αναπαράσταση είναι δομικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης ως προς τη μελέτη και κριτική θέση των έργων της. Ένα θεατρικό έργο είναι εξ ορισμού κοινωνός μηνυμάτων, μια πολιτική πράξη, και πιστεύω πως αν ο καλλιτέχνης δεν έχει κάτι να πει, καλύτερα να σωπαίνει. Η τέχνη οφείλει να ανοίγει παράθυρα στον κόσμο, να φωτίζει νέους δρόμους και να νοηματοδοτεί τις επιλογές μας, ακόμα κι αν φαίνεται να είναι «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Ακόμα κι αν βλέπεις την έρημο να απλώνεται μπροστά σου πολιτεία ολόκληρη, ως καλλιτέχνης έχεις χρέος να επιλέγεις το φως και την ελπίδα, να επιλέγεις τον έρωτα, τις ιδέες, την ομορφιά, να δίνεις νόημα στις πράξεις. Ο κύκλος της βίας μάς ακολουθεί από την αρχή της ιστορίας του ανθρώπου και το αμείλικτο ερώτημα είναι εμείς πως στεκόμαστε απέναντι στη βία και αν επιλέγουμε να σπάσουμε το κύκλο. Η τέχνη έχει τη δύναμη και τη θέληση να προσφέρει έναν κόσμο αλλιώτικο, «δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».

53046646_722898904772186_2688504387466166272_n.jpg

-Όταν ο κόσμος παίρνει ένα παραληρηματικό δρόμο, οφείλουμε να υιοθετήσουμε μία παραληρηματική οπτική, όπως αναφέρει ο Baudrillard;

Γ.Α.:  Για να καταλάβουμε το παραλήρημα μπορεί να χρειάζεται να δανειστούμε για λίγο ένα παραληρηματικό τρόπο αντίληψης. Αν επιθυμούμε όμως μια καλύτερη ζωή, τότε ο λόγος και η σκέψη μας θα πρέπει να έχει συνοχή, συγκρότηση και συναίσθηση.  Το θέμα δεν είναι να γίνουμε εμείς η εποχή μας, αλλά να κάνουμε την εποχή μας και τον κόσμο μας όπως εμείς τον θέλουμε – και για μένα οφείλει να είναι διαυγής, υγιής, θεραπευμένος, απαλλαγμένος από νοσηρότητες, εκφυλισμό και εχθρότητα. Είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια μεταβατική ιστορικά περίοδο, το τέλος ενός κόσμου. Θέλω να πιστεύω ότι μετά το σοκ και το μούδιασμα των τελευταίων ετών, η κοινωνία, που περιγράφεται ως η «υπερπραγματικότητα» των ψηφιακών και μιντιακών παραμορφώσεων και του εικονικού, θαμπωμένη και παραπλανημένη, μια κοινότητα «παροξιστικής αδιαφορίας», με τα λόγια του Baudrillard, αφορά παρελθούσες δεκαετίες και τάσεις. Επιλέγω να πιστεύω στο ξύπνημα της άνοιξης, της νιότης, την αποτίναξη του μεταστάντος κόσμου, την ηθική και πνευματική ανάταση, την αναγέννηση του ανθρώπινου είδους. Πιστεύω στον άνθρωπο – αλλιώς τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε νόημα. Στο παραλήρημα αντιπροτείνω την πλατωνική θεώρηση «Κάπως έτσι σκέφτηκα και εγώ και φοβήθηκα μήπως τυφλώσω εντελώς την ψυχή μου με το να κοιτώ τα πράγματα με τα μάτια μου και με το να προσπαθώ να τα αγγίζω με όλες τις αισθήσεις μου. Θεώρησα λοιπόν ότι έπρεπε να καταφύγω στους λόγους και μέσα σ’ αυτούς να εξετάσω την αλήθεια των πραγμάτων». (Πλάτων, Φαίδων 99d-e).

Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» του Ambrose Bierce, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Ανδρέου θα παρουσιαστεί για δύο ακόμα παραστάσεις την Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου  και την Πέμπτη 7 Μαρτίου  στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

theatermag

Γεωργία Ανδρέου: «Όταν υπάρχει πείσμα, θέληση και φιλότιμο όλα είναι δυνατά»

Συνέντευξη:  Μαριλένα Θεοδωράκου

Είναι το πρώτο μέρος μιας θεατρικής τριλογίας για τη βία και τη βλακεία. Η Γεωργία Ανδρέου μιλάει για την παράσταση του έργου «Λέσχη Γονεοκτόνων», την αμφιλεγόμενη και καυστική συλλογή διηγημάτων του Αμβρόσιου Μπιρς, που αποτελείται από τέσσερις ιστορίες, μέσα από τις οποίες οι ήρωες αφηγούνται με ωμότητα, παγερή ειρωνεία, και αυτοκυριαρχία, πώς σκότωσαν γονείς και λοιπούς συγγενείς, κάτω από συνθήκες ιδιαζόντως ειδεχθείς. Η σκηνοθέτις επιδιώκει να ενορχηστρώσει τον κυνισμό. Να βυθιστεί, μαζί με τους αντι-ήρωες στο υποσυνείδητο του καθενός και να ερευνήσει όχι γιατί ο Μπιρς έγραψε ένα τέτοιο έργο, αλλά με ποιο τρόπο οι άνθρωποι εξακολουθούμε να συνδεόμαστε με αυτό. Οι σκοτεινές μελωδίες και οι οργισμένες νότες των Okwaho φωτίζουν τον ψυχισμό των ηρώων, πλαισιώνουν τη δράση και συμπαρασύρουν τους θεατές σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό.

Η αρχή. «Πριν αρκετά χρόνια, παραθερίζοντας σε μία ειδυλλιακή παράλια της Πελοποννήσου έπεσε τυχαία στα χέρια μου το έργο του Αμβρόσιου Μπιρς, “Λέσχη Γονεοκτόνων”. Η στιγμή σίγουρα δεν ήταν κατάλληλη, αλλά τα έργο ήταν αρκετά δυνατό για να με κρατήσει» εξηγεί η σκηνοθέτις Γεωργία Ανδρέου. «Διαβάζοντας το κείμενο, έπιασα τον εαυτό μου να μειδιά, αρκετές φορές, με το ιδιαίτερο χιούμορ του Μπιρς, τη μακάβρια αίσθηση αστεϊσμού και τα βιτριολικά, υπόρρητα σχόλια της γραφής του. Δεν μπόρεσα να μείνω ασυγκίνητη μπροστά στον θυμό, την πίκρα και τη δύναμη της πένας του, κάτι που τότε μου φάνηκε απλά ως μια εκδήλωση της ιδιαίτερης προσωπικότητας του συγγραφέα και της αμφιλεγόμενης ψυχοσύνθεσης του. Τελειώνοντας το βιβλίο, αρχικά, μου έμεινε η αίσθηση μιας βαθιά διαστρεβλωμένης όψης της πραγματικότητας και το θέμα έμεινε εκεί, απορώντας πως το μυαλό ενός ανθρώπου μπορεί να γεννήσει τέτοιες ιστορίες. Τότε ήταν που μου ήρθαν στο μυαλό οι λέξεις αμφιλεγόμενη και καυστική σάτιρα».

Οι σκέψεις για το έργο. «Οι σκέψεις μου επαναπροσδιοριστήκαν, ριζικά, μερικά χρόνια αργότερα, και μετά τα φοβερά γεγονότα του 2011, όταν αισθάνθηκα πως οι ζοφερές εικόνες από τα κείμενα του Μπιρς ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια μου. Οι εξελίξεις γύρω μου ήταν ραγδαίες, η εικόνα της χώρας μου αλλαγμένη, από όλες τις απόψεις, ανεπιστρεπτί, η βία, η σκληρότητα, η αγωνία, η οργή, η απόγνωση ήταν έκδηλες παντού, ή τουλάχιστον εγώ μπορούσα πλέον να τις αντιληφθώ εντονότερα. Η γενικότερη εικόνα που εισέπραττα από τους ανθρώπους γύρω μου συμπυκνώνονται στην φράση που συχνά άκουγα: “Κοιμήθηκα στον παράδεισο και ξύπνησα στην κόλαση”. Μια μέρα έκανα το λάθος και άνοιξα την τηλεόραση, έτυχε να δω ένα δελτίο ειδήσεων και έμεινα αποσβολωμένη να παρακολουθώ έναν καταιγισμό εφιαλτικών εικόνων και αποτρόπαιων ειδήσεων. Πράγματα που δεν χωράει ο ανθρώπινος νους, το ένα μετά το άλλο, με εντυπωσιακή συχνότητα και τραχύτητα, κάθε λογής θηριωδίες. Και τότε μου ήρθε ξανά στο νου η “Λέσχη Γονεοκτόνων”. Δεν ήταν απλά ένα horror fiction έργο, αλλά η αποτύπωση ενός στιγμιότυπου της πραγματικότητας με ώμο, βάναυσο, κυνικό και σαρκαστικό τρόπο. Αυτά που αναφέρει ο Μπιρς στο βιβλίο του, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αποσπάσματα από το καθημερινό δελτίο Τύπου. Η ακρότητα των πράξεων και η αγριότητα των ηρώων ήταν πλέον, στα δικά μου μάτια, σκηνές της βιωμένης καθημερινότητας, σ’ ένα τοπίο ζοφερό, δυστοπικό, ρημαγμένο. Η διαχρονικότητα της θεματικής του κειμένου μού έφερε στο νου πως, ιστορικά, διανύουμε ένα νέο μεσαίωνα, μια περίοδο σκοταδισμού και αγριότητας, όπως συμβαίνει άλλωστε πάντα στις μεταβατικές περιόδους, στην ιστορία και την πορεία, αυτού του είδους του sapiens, στο οποίο ανήκουμε. Έτσι, συνέλαβα την ιδέα μιας θεατρικής τριλογίας για τη βία και τη βλακεία. Η “Λέσχη” είναι το πρώτο μέρος αυτής της τριλογίας. Ο ίδιος ο Μπιρς άλλωστε, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, και ένας από τους πρωτοπόρους του ρεπορτάζ, στα κείμενά του καυτηρίαζε ανελέητα την κάθε λογής υποκρισία και την εξουσία από όπου κι αν προέρχονταν – τους θεματοφύλακες κάθε είδους θρησκείας, τους διεφθαρμένους πολιτικούς, τους κλέφτες και απατεώνες, τους υπερφίαλους καλλιτέχνες, τους άθεους, τους ηλίθιους και εν γένει τα καθάρματα κάθε βαθμίδας και κατηγορίας».

Μετάφραση, δραματουργία, σκηνοθεσία. «Προσεγγίζοντας το κείμενο ήρθαμε αντιμέτωποι με αρκετές προκλήσεις» συνεχίζει η σκηνοθέτις. «Καταρχάς, η σειρά των διηγημάτων έπρεπε να επαναδιαμορφώθει (σε σχέση με την πρωτότυπη έκδοση) προκειμένου να εξυπηρετεί δραματουργικά και σκηνοθετικά με τον επιθυμητό τρόπο την απόδοση της κλιμάκωσης της βίας και της διαμόρφωσης των ηρώων. Επιπλέον, θελήσαμε να κρατήσουμε στη μετάφραση το ύφος και τον λόγο του Μπιρς, μακροπερίοδο, παρατακτικό, γεμάτο αλληγορίες και σοκαριστικές περιγραφές που αγγίζουν τα όρια της παρωδίας. Για τούτο τον λόγο ήταν και δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί. Η γλώσσα, επίσης, έπρεπε να λειανθεί καθώς μιλάμε για κείμενα που γράφτηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η γλώσσα του Μπιρς δύσκολη, περιπεπλεγμένη, τρομακτικά λεπτομερής και πλούσια σε ιδιωματισμούς και υπονοούμενα, έκανε το έργο της μετάφρασης ιδιαίτερα δύσκολο. Μετά από πολλαπλές αναγνώσεις έγιναν οι απαραίτητες προσαρμογές, ώστε να μεταφερθεί οργανικά το έργο, ως μία τετράπτυχη καταβύθιση στο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο, ρίχνοντας φως στο τι μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στο κακό (και στο ακόμα χειρότερο). Η μετάφραση είναι επί της ουσίας έργο συλλογικό και δεν θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμβολή και την υποστήριξη των φίλων που σιωπηρά και αποτελεσματικά με στηρίζουν όλον αυτόν το καιρό. Στο κομμάτι της μετάφρασης θέλω ειλικρινά να ευχαριστήσω την Ελίνα, τον Πέτρο, τον Γιάννη, την Άννα, την Ιωάννα, τον Πέτρο, αλλά και όλους όσους βοήθησαν στην επίτευξη αυτού του δύσκολου εγχειρήματος. Θα ήθελα επίσης, να τονίσω ότι η “Λέσχη” είναι μια no budget παραγωγή. Και δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την πολύτιμη αρωγή και τη στήριξη όλων αυτών των ανθρώπων που για τόσο καιρό δουλεύουμε, χωρίς καμία οικονομική στήριξη και φυσικά χωρίς καμία οικονομική απολαβή. Σε πείσμα των καιρών και κόντρα στα αρνητικά διδάγματα της εποχής, καταδεικνύοντας ότι όταν υπάρχει πείσμα, θέληση και φιλότιμο όλα είναι δυνατά».

Η υπόθεση. «Η “Λέσχη Γονεοκτόνων” αποτελείται από τέσσερις ιστορίες – μονολόγους, μέσα από τους οποίους οι ήρωες αφηγούνται με ωμότητα, μακάβριο χιούμορ, παγερή ειρωνεία, και αξιοζήλευτη αυτοκυριαρχία, πώς σκότωσαν γονείς και λοιπούς συγγενείς, κάτω από συνθήκες μοναδικής αγριότητας. Αδίστακτοι, πνευματικά και ψυχικά προκλητικοί, διαστροφικά χαρισματικοί, βιαιοπραγούν με τον πιο βάναυσο τρόπο, ελπίζοντας να απεγκλωβιστούν από τις δυσκολίες που τους εμποδίζουν να πορευτούν όπως επιθυμούν στη ζωή, διεκδικώντας … μια ελευθερία (ύπαρξης και δράσης). Στο “Έλαιον κυνός” (ερμηνεύει ο Δημήτρης Μανδρινός) ο αφηγητής συνδράμει τον πατέρα του στο ιδιόκτητο εργαστήρι παραγωγής κυνελαίου και τη μητέρα του που “βοηθούσε γυναίκες να απαλλαγούν από ανεπιθύμητα μωρά”. Όταν η επιθυμία για κέρδος κατακλύζει τους γονείς του οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες και καταστροφικές. Ο “Υπνωτιστής”, (ερμηνεύει ο Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος) έχει το χάρισμα να υπνωτίζει “και άλλα παρόμοια φαινόμενα”, δεξιότητες που χρησιμοποιεί για να βγάλει από τη μέση ανθρώπους. Όταν οι γονείς του τού αρνούνται τροφή τους σκοτώνει αναγκάζοντάς τους να αλληλοεξοντωθούν, αφού πρώτα τους πείθει πως είναι άγρια άλογα. Ο αφηγητής του “Ένας ατελής εμπρησμός” (ερμηνεύει ο Σπυρίδων Ξένος) αποφασίζει να σκοτώσει τον πατέρα του γιατί του απέκρυψε ένα μουσικό κουτί κατά τη μοιρασιά των λαφύρων της ληστείας που διέπραξαν. Στη συνέχεια έκρινε σκόπιμο “να απαλλάξει” και τη μητέρα του “από τα βάσανά της”. Η προσπάθειά του να κάψει τα πτώματα για να απαλλαγεί από τα ενοχοποιητικά στοιχεία έχει απρόβλεπτες συνέπειες. “Ο Αγαπημένος μου Φόνος” (σε ρόλο έκπληξη, η  Μαρβίνα Πιτυχούτη) ξεκινά με την ομολογία του ήρωα ενώπιον του δικαστηρίου ότι σκότωσε τη μητέρα του, γεγονός όμως μηδαμινής σημασίας μπροστά στην ωμότητα της πρότερης δολοφονίας του θείου του. Η αφήγηση συνεχίζει με την περιγραφή του φόνου, που τέτοια ήταν η θηρωδία της πράξης ώστε ο δικαστής αθωώνει τον δράστη για τη δολοφονία της μητέρας του».

Τα θέματα. «Μέσα από τη “Λέσχη Γονεοκτόνων”, ο κόσμος της φλεγόμενης σκέψης του Μπιρς αποκαλύπτεται ως μελέτη μιας κοινωνίας που αναγνωρίζει και παλεύει με τα βαθύτερα ένστικτά της, προκειμένου να φτάσει στη λύτρωση και την ενηλικίωσή της. Ο “πικρόχολος” Μπιρς παρουσιάζει το δύσμορφο πρόσωπο αυτής της κοινωνίας, βουτηγμένης στη βία και την παρακμή, στην οποία ο καθένας δρώντας είτε ατομικά, είτε συλλογικά, με το προσωπείο της εξουσίας, επιβεβαιώνει τη Σοφόκλεια ρήση, πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει. Πίσω από το ακραίο χιούμορ του, οι ιστορίες του φανερώνουν την αγωνία του για την στηλίτευση του εκφυλισμού και της ύβρεως. Με τον πιο εκκωφαντικό και βάναυσο τρόπο, περιγράφει τη διαφθορά, την απληστία, τη ματαιοδοξία, την ηθική αποχαύνωση, την πνευματική τελμάτωση, την απομόνωση, την εχθρότητα, την αποξένωση, την ευθύνη, το όριο, την αποσάθρωση των οικογενειακών δεσμών, τα μεγάλα μυστήρια: την ανθρώπινη φύση, την αμαρτία, τη λύτρωση, την αγάπη, το κακό, την προσωπική πορεία προς το θάνατο».

Η σκηνοθεσία της παράστασης. «Είδα τη “Λέσχη Γονεοκτόνων” ως μια σπονδυλωτή ανατομία της βίας και του ατέρμονου κύκλου της, της κοινωνικής σήψης και της υποκρισίας. Μέσα από κάθε μία από τις τέσσερις ιστορίες αναλύεται κλιμακωτά και αντιστοίχως η κυοφορία, η γένεση, η οργάνωση και το ξέσπασμα της βίας, καθώς μετουσιώνεται σε εξουσία. Θέτοντας το ερώτημα τι διαφθείρεται τελικά πρώτα, η ατομική ή η συλλογική συνείδηση; Έτσι, η παράσταση ενορχηστρώθηκε ως ένα  σκοτεινό, παραβολικό ξέφρενο τραγούδι για την άγρια περιπέτεια της ενηλικίωσης ατομικής και κοινωνικής, μια εγκάρσια τομή στην ανθρώπινη ψυχή και την κοινωνική παθογένεια. Η ιδέα ήταν ένα θέαμα που θα αντιγυρίζει στον θεατή τη νοσηρότητα και τη βία στην οποία ο καθένας από εμάς είναι εθισμένος στην καθημερινότητά του, παροτρύνοντάς μας να πάρουμε θέση. Υπό το πρίσμα αυτό, οι φωτιστικές και ενδυματολογικές επιλογές επιδιώκουν να υπογραμμίσουν τη διαχρονικότητα του φαινομένου και να αποδώσουν τον κύκλο της βίας, που άλλοτε πιέζει ασφυκτικά τον ήρωα και άλλοτε εκτονώνεται σε βίαια ξεσπάσματα, τον καταπίνει ή τον αποβάλλει. Ο σκηνικός χώρος της δράσης είναι ο κενός χώρος που δημιουργείται από την απουσία συναισθημάτων και αξιών, καθώς και το κανονιστικό σύστημα. Ως υπόρρητα σχόλια, εικόνες και ήχοι σύγχρονης βίας -εσωτερικής, πολιτικής και κοινωνικής-, γεμίζουν και επανανοηματοδοτούν το κενό. Ο doom sludge metal ήχος των Okwaho φωτίζει τον ψυχισμό των ηρώων, πλαισιώνει τη δράση και συμπαρασύρει τους θεατές σε έναν ασφυκτικό κλοιό. Μουσικοί και θεατές παρακολουθούν, συμπάσχουν και συνάμα εγκιβωτίζουν από κοινού τον δρώντα και ταυτόχρονα πάσχοντα αντί-ήρωα. Γίνονται άλλοτε το θύμα και άλλοτε το πλήθος, που καθρεφτίζει και καθρεφτίζεται. Ελπίζοντας πως οριοθετώντας κατά αυτόν τον τρόπο την δράση και την πλοκή, το εγχείρημα θα επιτρέψει στο κοινό να σχετιστεί καλύτερα με τους χαρακτήρες και θα εντείνει τον προβληματισμό, όχι του γιατί ο Bierce έγραψε ένα τέτοιο έργο, αλλά με ποιο τρόπο οι άνθρωποι εξακολουθούν να συνδέονται με αυτό».

Συνεργασία με τους Okwaho. «Όταν κατέληξα πως θα ήθελα να παρασταθεί η “Λέσχη”, μού ήταν ξεκάθαρο ότι ο ήχος της παράστασης επιθυμούσα να είναι metal, τραχύς, άγριος και ανυπότακτος. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω τον Χρήστο Παναγούλια, sound designer της παράστασης, που μου έκανε ένα εμπεριστατωμένο και αυστηρό “μάθημα” πάνω στην metal μουσική και τα υποείδη της.  Οι μουσικές του ατμόσφαιρες, με βοήθησαν να καταλήξω για το ύφος και το χρώμα της παράστασης. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης μπάντας για συνεργασία, γνώρισα τον Αντρέα, τον ντράμερ μας, που με κέρδισε με την ευγένεια, το ήθος του και τη δημιουργικότητά του. Η εικόνα ολοκληρώθηκε με τον Γιώργο τον κιθαρίστα, τραγουδιστή και συνθέτη των Okwaho – ένα πλάσμα ταλαντούχο και γεμάτο όρεξη για δουλειά. Οι μουσικές του με ενθουσίασαν σε βαθμό που δυσκολεύτηκα πολύ να διαλέξω τι θα κρατήσω και τι θα αφήσω απ’ έξω. Όταν έχεις τέτοιους συνεργάτες η δουλειά γίνεται διασκέδαση. Έπειτα προστέθηκε και ο ψηλός μας ο Βασίλης, χαμογελαστός και ευπροσήγορος, καθώς ο μπασίστας του συγκροτήματος δεν ήταν δυνατό να είναι μαζί μας. Περάσαμε άπειρες ώρες μαζί και μοιραστήκαμε απίστευτες στιγμές δημιουργίας, κεφιού, ενθουσιασμού, αγωνίας και έμπνευσης. Η πορεία μας ήταν παράλληλη, καθώς αλληλοσυμπληρωνόμασταν. Μουσική και σκηνοθεσία ήταν σε απόλυτη συμφωνία και μοίρασμα για την επίτευξη των στόχων μας. Οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτά τα αγόρια, γιατί χωρίς εκείνους το εγχείρημα, ειλικρινά, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί».

Πληροφορίες παράστασης

«Λέσχη Γονεοκτόνων» του Αμβρόσιου Μπιρς

Μετάφραση, δραματουργία, σκηνοθεσία: Γεωργία Ανδρέου

Πρωτότυπη μουσική – ζωντανά στη σκηνή: Okwaho

Εικαστική επιμέλεια, κοστούμια: Βασίλης Μπαρμπαρίγος

Επιμέλεια ήχου, Sound design: Χρήστος Παναγούλιας

Επιμέλεια κίνησης: Ζέφη Μπαρτζώκα

Σχεδιασμός μακιγιάζ: Σίσσυ Πετροπούλου

Σχεδιασμός φωτισμού: Παναγιώτης Λαμπής

Video – Graphic design: Τηλέμαχος Βαρσαμάς

Βοηθοί σκηνοθέτη: Ελίνα Φιλοπούλου, Γιάννης Παπαϊωάννου

Ηθοποιοί (με σειρά εμφάνισης): Δημήτρης Μανδρινός, Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος, Σπυρίδων Ξένος, Μαρβίνα Πιτυχούτη

Πού: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206, (ύψος Χαμοστέρνας), Ταύρος, τηλ. 210 3418550 και 210 3418579

Πότε: 21 και 28/2/2019, 7/3/2019, στις 21.00

Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Εισιτήρια: Γενική είσοδος 12 ευρώ, Μειωμένη τιμή 8 ευρώ, Ειδική τιμή 5 ευρώ

Η παράσταση είναι ακατάλληλη για νέους κάτω των 17 ετών.

Λεσχη Γονεοκτονων / Parenticide Club – Ambrose Bierce

Η πρώτη metal μουσική θεατρική παράσταση 

στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Μια καλτ, γκροτέσκα, παρανοϊκή, εντούτοις στέρεα, αλλόκοτη μαύρη αλληγορία για το τι μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στο κακό (και στο ακόμα χειρότερο).

21, 28 Φεβρουαρίου 

& 7 Μαρτίου 2019, ώρα 21:00

Σκηνοθεσία: Γεωργία Ανδρέου

Live στη σκηνή οι Okwaho

Parenticide Club – Ambrose Bierce

The first metal music theatrical performance

at the Michael Cacoyannis Foundation

A cult, grotesque, paranoid, still firmly bizarre black allegory of what can lead a man to evil (and even worse than that).

February 21, 28

& March 7, 2019, at 21:00

Director: Georgia Andreou

Performing Live on stage: Okwaho